Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Οι δρόμοι του ουρανού

Αστέρια και γαλαξίες
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν...

—Ένα δέντρο, είπε ο Ντίνος.

—Όχι, ένα καπέλο, είπε ο Σπύρος.

—Ένα αστέρι, ξανάπε ο Ντίνος.

—Ένας γέρος! ξανάπε ο Σπύρος.

Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος που καθόταν πάνω σ' ένα δέντρο, φορώντας ένα καπέλο σαν αστέρι. Το καπέλο φώτιζε τόσο πολύ τη νύχτα που τα αληθινά αστέρια το ζήλευαν. Τόσο που μια μέρα ένα δειλό αστεράκι κατέβηκε μέχρι το δέντρο και ρώτησε τον γέρο αν θα μπορούσε να του δανείσει το καπέλο του.

—Και τι το θες το καπέλο μου, είπε ο γέρος, αφού εσύ έχεις το δικό σου φως.

—Αγαπάω μιαν Αστέρω είπε το αστεράκι και το δικό μου φως δε φτάνει. Πρέπει να γίνω πιο φωτεινός, αλλιώς θα μου την πάρουν άλλοι...

—Χμ, είπε ο γέρος, μπορώ να σου πουλήσω το καπέλο μου αν μου φέρεις τις δέκα μαύρες αχιβάδες που βρίσκονται στο πρώτο παράλληλο σύμπαν της Ανδρομέδας.

—Κανείς ποτέ δεν πήγε εκεί πέρα, είπε με παράπονο το αστεράκι.

—Εγώ μόνο τότε θα σου δώσω το καπέλο μου, είπε ο γέρος και του γύρισε την πλάτη.

Το αστεράκι γύρισε στον ουρανό κι επειδή ο καημός για την Αστέρω δεν το άφηνε σε ησυχία, ξεκίνησε το μακρινό κι επικίνδυνο ταξίδι για το παράλληλο Σύμπαν. Πέρασε από σμήνη γαλαξιών και θάλασσες μετεωριτών, χωρίς να καταφέρνει να βρει την πόρτα για το παράλληλο Σύμπαν κι είχε αρχίσει να απογοητεύεται όταν μια μέρα συνάντησε έναν κύκνο. (Κύκνο στον ουρανό; Μάλιστα, κύκνο! Δεν έχετε ακούσει τον αστερισμό του κύκνου;) Η φτερούγα του ήταν σπασμένη από μια σύγκρουση με μαγνητικά κύματα.

—Πάρε με στη Γη σε παρακαλώ, του είπε ο κύκνος με φωνή που μόλις ακουγόταν, πήγαινε με σε μια λιμνούλα με πάπιες, δεν θα αντέξω αν μείνω άλλο εδώ...

—Μα ψάχνω το παράλληλο Σύμπαν, είπε το αστεράκι, δεν θα προλάβω.

—Πάρε με σε μια λιμνούλα με πάπιες, κατά προτίμηση εκείνη που είναι στον Εθνικό Κήπο στην Αθήνα και θα σου δείξω εγώ πού είναι η πόρτα για το παράλληλο σύμπαν, είπε ο κύκνος.

Το αστεράκι φορτώθηκε τον κύκνο και γύρισε πίσω στη Γη, κατευθείαν στη λιμνούλα του Κήπου. Εκεί υποδέχτηκαν τον κύκνο με τιμές γιατί δεν είχαν άλλο κύκνο και γρήγορα έγινε καλά. Μια μέρα είπε επιτέλους στο αστεράκι:

—Δεν είναι δύσκολο να βρεις το παράλληλο Σύμπαν, η πόρτα του βρίσκεται στο βάθος της φωλιάς μας.

Μακρινός παράλληλος γαλαξίας άνευ θαλασσών
Κι επειδή έτσι πάντα γίνεται με τις πόρτες αυτού του είδους, το αστεράκι τον πίστεψε αμέσως. Χώθηκε γρήγορα στη φωλιά των παπιών, έσπρωξε το χώμα και τσακ, ένα άνοιγμα φάνηκε απ' όπου πέρασε σερνάμενο στο παράλληλο Σύμπαν. Ήταν ηλιόλουστη μέρα εκεί και το κύμα χάιδευε στην αμμουδιά τις μαύρες αχιβάδες και τις έκανε να γυαλίζουν. Ήταν πολύ περισσότερες από δέκα. Ήταν άπειρες. Όλες οι αχιβάδες είναι μαύρες στο παράλληλο Σύμπαν. Γενικά υπάρχουν κάποιες αντιστροφές στα χρώματα, η θάλασσα είναι πορτοκαλί και η άμμος είναι γαλάζια, αλλά το αστεράκι δεν κάθισε να παρατηρήσει τέτοιες λεπτομέρειες. Μάζεψε στη χούφτα του όσες μαύρες αχιβάδες χρειαζόταν κι ύστερα έκανε πάλι βουτιά στην τρύπα και ξαναβγήκε στη λιμνούλα με τις πάπιες. Ήταν γεμάτος λάσπες. Αλλά τι πείραζε; Οι δέκα μαύρες αχιβάδες βρίσκονταν στα χέρια του!

Ο γέρος πάνω στο δέντρο πέταξε από τη χαρά του μόλις τις είδε κι αμέσως του έδωσε το φωτεινό καπέλο του και κατέβηκε από το δέντρο. Πήρε τις δέκα αχιβάδες και τις έφαγε χωρίς λεμόνι. Στη στιγμή ξανάγινε νέος και ωραίος. Γι' αυτό τις ήθελε φυσικά. Γύρισε στην πόλη κι όλες οι γυναίκες τον ήθελαν, με τόσα νιάτα κι ομορφιά.

Το αστεράκι με το καπέλο στο κεφάλι και φως διπλάσιο απ' το κανονικό του, πήγε μια και δύο στην Αστέρω. Πολλοί είχαν πάει στην Αστέρω πριν απ' αυτόν, γιατί η Αστέρω ήταν η ωραιότερη του ουρανού κι είχε αρχίσει να γίνεται πολύ ψηλομύτα. Μόλις είδε το αστεράκι να έρχεται από μακριά, έβαλε τέτοια γέλια ώστε δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσει καν τη γνώμη της για το παρουσιαστικό του και την αξία του. Ό,τι και να της είπε, εκείνη πρώτα τον περιφρόνησε, ύστερα τον κορόιδεψε και τελικά του ανακοίνωσε ότι μόνο τον πιο ωραίο και πιο δυνατό και πιο πλούσιο θα παντρευόταν. Και φυσικά το αστεράκι δεν ήταν ο πιο ωραίος, ο πιο πλούσιος και ο πιο δυνατός, έστω κι αν φορούσε ένα πανάκριβο φωτεινό καπέλο. Έφυγε λοιπόν μακριά, ξαναγύρισε στο ταξίδι που είχε αρχίσει στ’ αστέρια, για να ξεχάσει τον πόνο του.

Η Αστέρω έμεινε να περιμένει τον καλύτερο. Πολλοί τη ζητούσαν και κείνη τους έδιωχνε και τους έβλεπε σε λίγο καιρό να παντρεύονται άλλες. Αφού κανένας δεν την ικανοποιούσε αποφάσισε να κατέβει στη Γη κι εκεί συνάντησε στ' αλήθεια πολλούς ωραίους άντρες. Εκείνος ο γέρος που είχε ξαναγίνει νέος, έλεγαν όλες οι κοπέλες πως ήταν ο καλύτερος, γιατί είχε και αναμνήσεις και ομορφιά. Όλες είχαν ξετρελαθεί με τις ιστορίες του κι όταν ξετρελάθηκε κι η Αστέρω ήταν πολύ περήφανος, γιατί ήταν η ωραιότερη. Άρχισε να πηγαίνει μαζί του βόλτες και εκδρομές, να του δείχνει τα μέρη που της άρεσαν σε γη και ουρανό. Όμως εκείνος βαριόταν τις ανηφόρες, βαριόταν το συνωστισμό, βαριόταν το περπάτημα, βαριόταν τους χορούς.

—Μόνο οι γέροι βαριούνται τόσο, του είπε μια μέρα λυπημένη.

—Και γω γέρος είμαι, της είπε εκείνος. Ένα αστεράκι μου έφερε δέκα μαγικές αχιβάδες για να πάρει το φωτεινό καπέλο μου και ξανάγινα νέος...

Η Αστέρω θυμήθηκε ποιο ήταν εκείνο το αστεράκι. Τόσο πολύ λοιπόν την είχε αγαπήσει, ώστε είχε κάνει τέτοιο επικίνδυνο ταξίδι για το χατίρι της. Άξιζε περισσότερα από όσο είχε τότε καταλάβει. Μετάνιωσε για τη σκληρότητα της. Το αστεράκι σίγουρα δεν θα την αγαπούσε πια, έτσι σκληρά που του είχε φερθεί. Πού να βρισκόταν άραγε τώρα; Άρχισε να το σκέφτεται και κάθε μέρα το νοσταλγούσε περισσότερο.

Όταν κατάλαβε ότι δεν ήθελε πια να μένει με τον γέρο που είχε ξαναγίνει νέος, έφυγε κι αποφάσισε να ψάξει να βρει το αστεράκι. Που να το βρει όμως: Εκείνο είχε πάρει τους δρόμους τ' ουρανού...


Φωτεινοί και σκοτεινοί δρόμοι του ουρανού
 —Που είναι το αστεράκι μου; ρωτούσε όποιον έβρισκε.

Μετά από πολλές περιπλανήσεις συνάντησε τον κύκνο που είχε ξανανέβει στον ουρανό για διακοπές.

—Ίσως ξέρω πού θα τον βρω, της είπε εκείνος.

Ξανακατέβηκαν μαζί στη γη και πήγαν κατ' ευθείαν στη λιμνούλα με τις πάπιες. Πέρασαν στο παράλληλο Σύμπαν κι εκεί συνάντησαν το αστεράκι στην παραλία να τρώει ολομόναχο τις δυσεύρετες αχιβάδες. Είχε φτάσει στο ίδιο μέρος από άλλο δρόμο.

—Σ' έψαχνα παντού, του είπε η Αστέρω κι έπεσε στην αγκαλιά του.

Γύρισαν πίσω και παντρεύτηκαν με χαρές και πανηγύρια. Κουμπάρος ήταν ο κύκνος. Το φωτεινό καπέλο το κρέμασαν στον κήπο τους για φανάρι.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Το μαγικό φουστάνι

H Nίκη ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αδερφάκια δίδυμα, ο Νίκος και η Νίκη. Είχαν την ίδια μέρα τα γενέθλια τους, την ίδια μέρα και τη γιορτή τους και συχνά ο ένας από τους δύο παραπονιόταν για το δώρο του. Πότε δεν ήταν αρκετά μεγάλο, πότε δεν ήταν αρκετά ακριβό και πότε δεν προλάβαιναν καθόλου να το αγοράσουν, γιατί δεν είναι και εύκολη υπόθεση να παίρνεις δύο δώρα την ίδια μέρα και να είναι πάντα εξ ίσου ωραία. Η Νίκη ζητούσε από τα δεύτερα γενέθλια της μια ροζ στολή μπαλαρίνας και είχε φτάσει στα εφτά κι ακόμα δεν της την είχαν χαρίσει. Κι ο Νίκος ήθελε ένα πλαστικό οπλοπολυβόλο και κάθε χρόνο το ανέβαλαν.
–Νομίζω ότι η μαμά δεν θέλει να σου πάρει στολή μπαλαρίνας είπε μια μέρα ο Νίκος στη Νίκη. Την άκουσα στο τηλέφωνο που το έλεγε στη φίλη της. Δεν θα πάρω στην κόρη μου αυτή τη σαχλαμάρα, έλεγε.
–Και γω άκουσα ένα βράδυ το μπαμπά να της λέει, μην τυχόν και σου πάρει το οπλοπολυβόλο, γιατί έχει κάνει του κόσμου τις ομιλίες στο Σχολείο που δουλεύει εναντίον των πολεμικών παιχνιδιών.
–Τι θα κάνουμε λοιπόν; ρώτησε ο Νίκος.
Τα παιδιά σκέφτηκαν, σκέφτηκαν και στο τέλος φώναξαν και τα δύο μαζί:
–Το βρήκα! Θα το πούμε στη γιαγιά.
Και το είπαν στη γιαγιά. Η γιαγιά δεν ήταν πλούσια, αλλά περιέργως της περίσσευαν πάντα περισσότερα λεφτά για δώρα στο Νίκο και στη Νίκη. Αμέσως μόλις άκουσε το αίτημα τους, τους πήρε σ’ ένα παιχνιδάδικο και αγόρασε το οπλοπολυβόλο. Ο Νίκος το πήρε και υποσχέθηκε να το κρύβει από τους γονείς του, μέχρι να μπορέσει η γιαγιά να τους προετοιμάσει καταλλήλως. Η Νίκη στο μεταξύ αναστέναζε κι αναστέναζε.
–Γιατί αναστενάζεις κοριτσάκι μου; τη ρώτησε η γιαγιά.
–Αχ γιαγιά μου, δεν ξέρεις τι αυστηρή που είναι η μαμά σ’ αυτά τα θέματα. Συνέχεια τσακωνόμαστε για τα ρούχα που φοράω. Θέλει να ντύνομαι σοβαρά και αγορίστικα! Όλο φόρμες και τέτοια. Δεν θα μπορέσεις ποτέ να την πείσεις να με αφήσει να το έχω το φόρεμα χορού.
–Μη στεναχωριέσαι, της είπε η γιαγιά. Θα αφήσουμε το ίδιο το φόρεμα να την πείσει.
–Και πώς θα γίνει αυτό;
–Θα δεις, θα δεις, είπε η γιαγιά και χαμογέλασε. Πρέπει όμως να έχεις υπομονή.
Και η Νίκη άρχισε να κάνει υπομονή. Έκανε υπομονή ένα ολόκληρο πρωί ώσπου να ζητήσει η γιαγιά από τη μαμά της να την πάρει μαζί για ψώνια το Σάββατο και μια ολόκληρη ώρα ώσπου να αποφασίσει η μαμά της να δεχτεί. Ύστερα έκανε υπομονή τρεις ολόκληρες μέρες, ώσπου να ξημερώσει εκείνο το Σάββατο το πολυπόθητο. Κι ύστερα έκανε υπομονή ώσπου να χτυπήσει το κουδούνι και να εμφανιστεί επιτέλους η γιαγιά με τη μοβ ζακέτα και το καπέλο της, διότι ήταν τέτοιος τύπος η γιαγιά. Φορούσε και καπέλο.
–Χλωμό είναι το παιδί, είπε η γιαγιά μόλις τη φίλησε.
Πώς να μην είναι χλωμή η Νίκη με τόση υπομονή που είχε κάνει!
Τέλος πάντων κάποτε ξεκίνησαν και μόλις βγήκαν στο δρόμο η γιαγιά της έπιασε το χέρι, την κοίταξε γελαστά και της έκλεισε το μάτι.
–Θα σε πάω σε ένα μέρος φανταστικό, της είπε. Κι άρχισε να περπατά αγέρωχη. Η Νίκη έτρεχε λιγάκι για να την προλαβαίνει κι αναρωτιόταν πώς και η γιαγιά της αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη λέξη “φανταστικό”, που τη θεωρούσε λάθος για να λες ότι κάτι είναι ωραίο. Εκτός πια κι αν εννοούσε κάτι ανύπαρκτο, που μόνο στη φαντασία το βρίσκεις. Ανησύχησε λίγο, γιατί δεν ήθελε φόρεμα φανταστικό αλλά πραγματικό και τράβηξε τη γιαγιά από το μανίκι.
–Γιαγιά τι εννοείς “φανταστικό”, είπε.
–Περίμενε λοιπόν λίγο, κάνε υπομονή, είπε η γιαγιά.
Και η Νίκη έκανε ξανά υπομονή.
Πήρανε το υπόγειο τραίνο και κατέβηκαν στο Σταθμό “Μοναστηράκι”. Ανέβηκαν τα σκαλιά και βγήκαν σ’ ένα δρόμο γεμάτο μαγαζιά που πουλούσαν τόσο παράξενα πράγματα, ώστε μετά από λίγη ώρα η Νίκη δεν ήταν σίγουρη ότι ήσαν όλα αληθινά και δεν υπήρχε και κάτι φανταστικό ανάμεσα τους. Περπάτησαν, περπάτησαν κι είχε αρχίσει πια να ζαλίζεται, όταν η γιαγιά σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα παλιά, μαύρη, με σιδερένια στολίδια και την έσπρωξε. Μπήκανε σ’ ένα διάδρομο κατασκότεινο κι η γιαγιά άναψε τον αναπτήρα της. Είδαν κάτι σαν πόρτα ασανσέρ, ένα δίχτυ από μέταλλο με μια γλάστρα σχεδιασμένη επάνω και πλησίασαν προσεκτικά. Η Νίκη φοβόταν.
–Μη φοβάσαι, της είπε η γιαγιά.
Το ασανσέρ κατέβηκε κάτω φωτισμένο. Είχε μέσα κι ένα μικρό κόκκινο καναπέ. Η Νίκη ξεφοβήθηκε. Μπήκανε μέσα και κάθισε στον καναπέ. Κρίμα που έφτασαν γρήγορα. Σ’ ένα λεπτό βρέθηκαν κατευθείαν μέσα σ’ ένα μαγαζί πολύ μεγάλο και κατάφωτο, γεμάτο παντού με ξύλινα ράφια. Στο κάθε ράφι υπήρχαν τόπια με υφάσματα. Η γιαγιά άνοιξε την πόρτα και οδήγησε την κατάπληκτη Νίκη μπροστά στον πάγκο με τα ροζ υφάσματα. Τα παπούτσια τους ακούγονταν μονάχα, καθώς περπατούσαν στο ξύλινο πάτωμα.
Ένας γέρος με συμπαθητική φαλάκρα και μακριά άσπρα γένια σηκώθηκε να τους εξυπηρετήσει.
–Θέλουμε ένα ύφασμα ροζ. Για χορό, εξήγησε η γιαγιά. Είναι για την μικρή κυρία, κι έδειξε τη Νίκη. Η μαμά της είναι λίγο δύσκολη, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα, ακουμπώντας τον αγκώνα στο τραπέζι.
–Μάλιστα, μάλιστα, είπε ο γέρος.
Γύρισε κι άρχισε να κατεβάζει από τα ράφια ένα- ένα τα τόπια με το ύφασμα. Η γιαγιά τα ξετύλιγε πάνω στον πάγκο και τα ψαχούλευε καλά -καλά. Τα τραβούσε από δω κι από κεί, τα κοιτούσε στο φως, ύστερα ζητούσε άλλο κι άλλο. Έγινε ένας μεγάλος σωρός από τόπια με ροζ ύφασμα πάνω στον πάγκο κι η γιαγιά όλο ζητούσε κι άλλο. Ο γέρος είχε λαχανιάσει. Στο τέλος τις κοίταξε αυστηρά κι είχε γίνει κόκκινος -κόκκινος κι όταν η γιαγιά του ξαναζήτησε κι άλλο γύρισε κι έφυγε από μια πίσω πόρτα
–Αχ θύμωσε, είπε η Νίκη.
–Υπομονή, είπε η γιαγιά.
Η Νίκη έκανε λίγη ακόμα υπομονή και ο γέρος ξαναγύρισε κουβαλώντας ένα τόπι ύφασμα που φαινόταν από μακριά υπέροχο. Το άπλωσε στον πάγκο και το ξετύλιξε και της Νίκης της φάνηκε ότι δεν ήταν εντελώς ροζ, σα να είχε και μεριές- μεριές λίγο μοβ επάνω, σαν τη ζακέτα της γιαγιάς, ή μαύρο, κι ύστερα της φάνηκε ότι με κάθε κίνηση οι πτυχές του υφάσματος άλλαζαν χρώμα, πότε γινόταν μαύρο, πότε καφέ.
–Αυτό είναι που χρειαζόμαστε, είπε η γιαγιά.
Και σήκωσε όλο το τόπι και με μια κίνηση ξετύλιξε ένα μεγάλο κομμάτι και κάλεσε με το βλέμμα τη Νίκη να τυλιχτεί μέσα σ’ αυτό.
Ήταν υπέροχο πράγματι και η Νίκη ένοιωσε θαυμάσια όταν το έβαλε σα μανδύα γύρω της κι ύστερα σήκωσε την ουρά να το κοιτάξει καλύτερα και είδε ότι τα σκούρα χρώματα πάνω στο ροζ σχηματίζονταν όποτε το άγγιζες και το δίπλωνες λιγάκι, σαν ανταύγειες, αλλά δεν ήταν ανταύγειες, ήταν γράμματα που χάνονταν γρήγορα όταν τα διάβαζες και με την επόμενη πτυχή σχηματίζονταν άλλα. “όμορφο, όμορφο, όμορφο, έγραφε το ύφασμα καθώς το έπιανε η Νίκη, “φουστίτσα, φουρό, όλα υπέροχα για χορό... χορό… χορό” έγραφε συνέχεια, σε κάθε δίπλα, σε κάθε κίνηση. “Σα ζωντανό βιβλίο” σκέφτηκε η Νίκη.
Αγόρασαν όσο χρειαζόταν και γύρισαν στο σπίτι κατευθείαν, γιατί η Νίκη δεν άντεχε να κάνει άλλη υπομονή και το κατάλαβε ακόμα κι η γιαγιά.
–Τι της ψώνισες λοιπόν; ρώτησε η μαμά μόλις μπήκαν μέσα.
–Κοίτα μόνη σου, είπε η γιαγιά.
Η μαμά άνοιξε το πακέτο και έβγαλε το ύφασμα, το κοίταξε λίγο άφωνη κι ύστερα άρχισε το διάβασμα. Ξετύλιγε, ξετύλιγε και διάβαζε.
–Φόρεμα χορού, είπε στο τέλος σοβαρή. Και πρέπει να το ράψω μόνη μου για τη Νίκη. Έχει απάνω και τις οδηγίες. Και γράφει ότι είναι αντιπαιδαγωγικό να μην αφήνω το παιδί να ντύνεται όπως θέλει και να μην το γράφω στα μαθήματα μπαλέτου.
Μιλούσε αργά- αργά, για να μπορέσει να το χωνέψει καλά αυτό που της συνέβαινε. Δεν μπορείς να τα βάλεις εύκολα μ’ ένα ύφασμα που διαβάζεται. Ο μπαμπάς έτρεξε κι αυτός να δει.
–Μα δεν γράφει τίποτα τέτοιο, είπε όταν το κοίταξε καλά -καλά. Γράφει... γράφει ότι... -άρχισε να μιλά συλλαβιστά- κα-λά θα κά-νω να ε-πι-τρέεε-ψω στο γιο μου να παίζει με όοο-πλα τώ-ρα που εί-ναι μι-κρός για να μπορέσει μόνος του να τα απορρίψει ό-ταν με-γα-λώ-σει. Ουφ! Δεν ξέρω τι να πω, φώναξε κοκκινίζοντας. Υποθέτω ότι θα κάνω αυτό που λέει! Πολύ πειστικό ύφασμα, μα την αλήθεια!
Τα παιδιά άρχισαν να πηδάνε από τη χαρά τους.
–Δηλαδή να φέρω το οπλοπολυβόλο μου! είπε ο Νίκος.
–Δηλαδή θα μου το ράψεις εσύ το φόρεμα, είπε η Νίκη στη μαμά της γιατί ακόμα δεν το είχε πιστέψει.
–Μα τι νομίζεις, δεν είμαι άξια να ράψω ένα φόρεμα; είπε η μαμά φουρκισμένη.
Και το έραψε. Κάθισε κάμποσες νύχτες ξάγρυπνη για να το τελειώσει, αλλά ήταν πραγματικά πολύ πρακτικό να έχει το ίδιο το ύφασμα όλες τις οδηγίες. Δεν χρειαζόταν πατρόν, ούτε μεζούρα και τέτοια. Όταν τέλειωσε, του έβαλε και πούλιες στο βολάν, διότι το έγραφε κι αυτό στις οδηγίες, κι έγινε το ωραιότερο φόρεμα χορού που είχε φορέσει ποτέ παιδί εφτά χρονών.
Ύστερα η μαμά πήρε τη Νίκη από το χέρι και πήγε και την έγραψε στη Σχολή μπαλέτου. Ήταν κι αυτό μέσα στις οδηγίες. Κάθε δυο μέρες την πήγαινε η ίδια εκεί κι έπαιρνε μαζί τα ειδικά παπουτσάκια και το κολλάν της. Το ροζ φόρεμα το φόρεσε μόνο στις επιδείξεις. Ήταν όμορφο, αλλά κυρίως ήταν δροσερό και η Νίκη το αισθανόταν επάνω της σαν τρυφερό αεράκι. Σα να τη σήκωνε και να την ανέμιζε, σα να της ψιθύριζε πως όταν μεγάλωνε θα γινόταν η πιο σπουδαία χορεύτρια.
Την επόμενη χρονιά η Νίκη είχε μεγαλώσει λίγο και το φόρεμα τη στένευε, αλλά το ξαναφόρεσε για την παράσταση, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία. Το βράδυ το πήρε μαζί της στο κρεβάτι, άναψε το φως κι άρχισε να το διπλώνει και να το ξεδιπλώνει στα δάχτυλα της και καθώς σχηματίζονταν έτσι πολλές φράσεις, η Νίκη έμεινε ως αργά να τις διαβάζει. Την άλλη νύχτα έγινε το ίδιο και την παράλλη το ίδιο. Το ζωντανό της βιβλίο της έλεγε πολλά μυστικά για το χορό, της διηγόταν καταπληκτικές ιστορίες χορευτριών που προσπάθησαν να μη γεράσουν και τι έκαναν ύστερα που γέρασαν, της διηγόταν κι άλλα πράγματα. Ακόμα και στα μαθήματα τη βοηθούσε με κάποιο διασκεδαστικό τρόπο. Αλλά ο καιρός περνούσε και στην επόμενη παράσταση δεν της χωρούσε πια. Είχε πολύ ψηλώσει. Κι αφού το διάβασε και το ξαναδιάβασε κι έμαθε απ’ έξω όλες τις ιστορίες του, άρχισε να διαβάζει πια αληθινά βιβλία κι αποφάσισε να φυλάξει το φόρεμα στη ντουλάπα της. Το έβαλαν μέσα σ’ ένα ωραίο κουτί και για την παράσταση αγόρασαν καινούργιο, από κανονικό ύφασμα, χωρίς να χρειαστεί πια η μεσολάβηση της γιαγιάς.
Κάθε χρόνο η μαμά της Νίκης της αγόραζε κι από ένα καινούργιο φόρεμα χορού χωρίς αντιρρήσεις, γιατί η Νίκη είχε γίνει η καλύτερη μαθήτρια στο μπαλέτο κι όλοι έλεγαν ότι θα γινόταν διάσημη. Μεγάλωσε, τέλειωσε το Σχολείο, πήγε να σπουδάσει χορό και σε λίγα χρόνια είχε γίνει γνωστή σ’ όλον τον κόσμο. Ταξίδευε συνέχεια, έδινε παραστάσεις κι οι δημοσιογράφοι της έπαιρναν συνεντεύξεις.
–Πως αποφασίσατε να γίνετε μπαλαρίνα, τη ρωτούσαν.
–Με βοήθησε ένα μαγικό φόρεμα, έλεγε εκείνη, αλλά κανένας δεν καταλάβαινε τίποτα.
Μια φορά ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε:
–Τι εννοείτε ακριβώς;
Κι η Νίκη του είπε τι εννοούσε. Του είπε ολόκληρη την ιστορία με το φόρεμα.
–Δεν σας πιστεύω, είπε εκείνος.
–Ρωτείστε και τον αδερφό μου, είπε η Νίκη.
Ο δημοσιογράφος πήγε και ρώτησε και τον αδελφό της. Εκείνος είχε γίνει γιατρός, χειρούργος. Γιάτρευε τα τραύματα που γίνονταν σε τροχαία ή σε δυστυχήματα με όπλα.
–Το θυμάμαι εκείνο το φόρεμα, είπε στο δημοσιογράφο. Το είχε ράψει η μητέρα μας και γώ την παρακολουθούσα. Έγραφε πάνω ένα σωρό πράγματα, όπως πόσο σπουδαίο είναι να είσαι γιατρός των τραυμάτων και τέτοια. Εγώ έτσι διάλεξα επάγγελμα.
–Δεν σας πιστεύω, είπε ο δημοσιογράφος γουρλώνοντας τα μάτια του.
–Ρωτείστε και τη μητέρα μας, είπε ο γιατρός.
Ο δημοσιογράφος πήγε και στη μητέρα των παιδιών.
–Ανοησίες, είπε εκείνη, το ύφασμα απλώς έγραφε επάνω τις οδηγίες πώς να το ράψεις. Νομίζω ότι τώρα έχουν βγει τέτοια και στην αγορά.
–Μα που το είχατε βρει; ρώτησε ο δημοσιογράφος.
–Το είχε αγοράσει η γιαγιά τους. Να, εδώ από κάτω μένει και νομίζω το έχει φυλάξει εκείνη, γιατί δεν χωρούσε στα πράγματα της κόρης μου. Ρωτείστε αν θέλετε την ίδια.
Κι έτσι ο δημοσιογράφος έφτασε στη γιαγιά. Πήγε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της και περίμενε μια ώρα να του ανοίξει, γιατί η γιαγιά είχε γεράσει πολύ και αργούσε να πάει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ο δημοσιογράφος περίμενε ωστόσο. Ήταν πολύ πεισματάρης. Της είπε όλη την ιστορία και ζήτησε να δει το περίφημο φόρεμα.
–Ου, είναι καταχωνιασμένο στα πατάρια, είπε η γιαγιά. Δεν μπορώ τώρα να ψάχνω.
–Θα ψάξω εγώ, είπε εκείνος, που σκεφτόταν ότι θα έβγαζε λαβράκι για την εφημερίδα του μ’ αυτό το θέμα. Αν με αφήσετε, θα το ψάξω μόνος μου.
-Καλά παιδί μου, είπε η γιαγιά. Αφού επιμένεις, μπες μέσα και ψάξε.
Κι έψαξε. Ανέβηκε στη σκάλα και χώθηκε στη σκόνη του παταριού μέχρι το λαιμό, ώσπου ανακάλυψε το φόρεμα τυλιγμένο στο μεταξωτό χαρτί του, στο ίδιο κουτί που το είχαν βάλει χρόνια πριν, όταν η Νίκη χρειάστηκε να αγοράσει καινούργιο. Το κατέβασε προσεχτικά.
-Αυτό δεν είναι; ρώτησε καταχαρούμενος.
–Ωραία λοιπόν είπε η γιαγιά, το βρήκατε. Για κοιτάξτε λοιπόν, τι γράφει;
–Γράφει, πώς είναι αργά, είπε ο δημοσιογράφος και κοκκίνισε από ντροπή και… και… και... πως σας ενοχλώ και… και… και ... θέλετε να κοιμηθείτε και σας αναστάτωσα το σπίτι και να το σκουπίσω..
–Και τι άλλο;
–Και φεύγοντας να σας αγοράσω γάλα από τη γωνιακή Έβγα και μια φρατζόλα ολικής αλέσεως από το φούρνο...
–Ακριβώς είπε η γιαγιά, και χαμογέλασε ευχαριστημένη.
Κι ο δημοσιογράφος τα έκανε όλα έτσι όπως τα έγραφε το παλιό φορεματάκι. Σκούπισε, συμμάζεψε κι ύστερα πήγε για τα ψώνια της γιαγιάς, επειδή, όπως θυμάστε, το ύφασμα εκείνο ήταν πολύ πειστικό.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους. Όταν γέρασε κι έπρεπε να διαλέξει τον καλύτερο για διάδοχο, τους φώναξε και τους τρεις και τους είπε:
—Παιδιά μου τώρα εσείς μεγαλώσατε, εγώ γέρασα στο μεταξύ, και πρέπει ένας από τους τρεις σας να πάρει τη θέση μου. Για να διαλέξω τον καλύτερο θα σας στείλω σε μια δύσκολη αποστολή. Θα πάτε να μου φέρετε το ωραιότερο πράγμα του κόσμου.

Όσο ήταν μικρά τα βασιλόπουλα έπαιζαν ξένοιαστα στο παλάτι
Και ποιο είναι αυτό; ρώτησαν τα παιδιά.
—Εσείς θα το βρείτε, τους είπε ο πατέρας τους. Θα προσπαθήστε να σκεφτείτε και να ανακαλύψετε ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα του κόσμου, κι όποιος διαλέξει το σωστό θα γίνει βασιλιάς.

Έτσι τα τρία παιδιά ξεκίνησαν να ψάξουν το ωραιότερο πράγμα του κόσμου. Ο πρώτος σκέφτηκε να πάει στη μεγαλύτερη πόλη που υπήρχε πάνω στη γη κι εκεί να βρει το μεγαλύτερο παλάτι για να ψάξει μέσα στα ωραία πράγματα το πιο ωραίο απ' όλα. Πήρε λοιπόν τους χάρτες και τα βιβλία της Γεωγραφίας, βρήκε τη μεγαλύτερη πόλη κι όταν έφτασε εκεί του είπαν ότι το πιο ωραίο παλάτι ήταν το Εθνικό τους Μουσείο και είχε όλα του τα εκθέματα σε αντίγραφα για να τα αγοράζει όποιος ήθελε. Δεν είχε λοιπόν παρά να βρει μια καλή ξεναγό και να επισκεφθεί το μουσείο.

Μια και δυο ξεκίνησε για το γραφείο των ξεναγών και στήθηκε στην ουρά. Καθώς περίμενε και είχε στο μυαλό του μερικά από τα ωραιότερα πράγματα που ήξερε, είδε μια κοπέλα να περνά την πόρτα του Μουσείου. Ήταν τόσο μαγευτικά όμορφη που το βασιλόπουλο ξέχασε για μια στιγμή ότι θα έχανε τη θέση του στην ουρά κι αμέσως την ακολούθησε.

—Μήπως είστε ξεναγός; τη ρώτησε σαν την πλησίασε. Ψάχνω κάποιον να μου δείξει το ωραιότερο πράγμα που έχει μέσα αυτό το Μουσείο.

—Όχι, είπε η κοπέλα, που της άρεσε πολύ το βασιλόπουλο, δεν είμαι ξεναγός αλλά μπορώ να σας δείξω το ωραιότερο πράγμα του Μουσείου, αν θέλετε, γιατί ξέρω καλά τα κατατόπια.

Και τον οδήγησε στις αίθουσες του Μουσείου, γεμάτες με αγάλματα και ζωγραφιές, με θησαυρούς αρχαίους και σπουδαίους, με χρυσά κι ασημένια αντικείμενα, τόσα πολλά που το βασιλόπουλο άρχισε να ζαλίζεται.

—Θα πρέπει να είναι δύσκολο να βρεθεί το πιο ωραίο από τα τόσο ωραία, είπε στην κοπέλα.

—Μην ανησυχείς, του είπε εκείνη, το πιο ωραίο το έχουν βρει οι ειδικοί που τα μελέτησαν όλα και δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε τον οδηγό. Εγώ μάλιστα το ξέρω απέξω. Ορίστε φτάσαμε κιόλας. Βλέπεις εκείνη τη χρυσή φρουτιέρα με τα διαμαντένια σχέδια; Αυτό είναι το ωραιότερο πράγμα του κόσμου!

Τέλεια αντίγραφα ωραίων πραγμάτων στο μουσείο

—Πουλάνε αντίγραφα; ρώτησε το βασιλόπουλο.

—Και βέβαια, είπε η κοπέλα. Είναι λίγο ακριβά, αλλά είναι τέλεια!

Το βασιλόπουλο πλησίασε τη βιτρίνα μαζί με την κοπέλα και παρατήρησαν καλά -καλά τη φρουτιέρα.

—Είναι πολύ ωραία της είπε τελικά. Αλλά δε μου φαίνεται πια και το ωραιότερο πράγμα του κόσμου!

—Ούτε και μένα, είπε η κοπέλα.

Το βασιλόπουλο την κοίταξε και σκέφτηκε ότι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν εκείνη η ίδια, μόνο που δεν ήταν ακριβώς πράγμα αλλά πλάσμα...

—Εσύ τι πιστεύεις ότι είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο, τη ρώτησε.

—Εγώ, να σου πω για μένα, είπε εκείνη. Μια φορά μόνο σκέφτηκα για ένα πράγμα ότι είναι το ωραιότερο στον κόσμο κι αυτό ήταν η κούκλα που μου χάρισαν όταν ήμουν έξη χρονών. Την έχω φυλάξει κι άμα θέλεις μπορώ να στη χαρίσω, να την πάς στον πατέρα σου. Δεν με νοιάζει πια για πράγματα! Αφότου σε γνώρισα ενδιαφέρομαι μόνο για πρόσωπα!

—Θα την πάρω, είπε το βασιλόπουλο κι ύστερα ότι κι αν γίνει, θα γυρίσω να σε παντρευτώ.
Αγαπημένη παλιά κουκλίτσα

Κι  έτσι το πρώτο βασιλόπουλο γύρισε πίσω στο παλάτι στου πατέρα του με μια παλιά κούκλα, η οποία ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφη, εδώ που τα λέμε.

Το δεύτερο βασιλόπουλο σκέφτηκε να ρωτήσει τους σοφούς για τ' ομορφότερο πράγμα στον κόσμο. Ξεκίνησε και πήγε στο πιο ονομαστό Πανεπιστήμιο, εκεί που ήταν μαζεμένοι οι περισσότεροι σοφοί κι ανάμεσα τους ο παλιός του δάσκαλος, που του είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει. Όταν έφτασε εκεί ρώτησε ποιος απ' όλους ήταν ο σοφότερος. Ο παλιός του δάσκαλος, αφού τον αγκάλιασε και τον φίλησε, τον οδήγησε σε μια φωτεινή αίθουσα όπου καθόταν ένα σεβάσμιο γεροντάκι και γύρω του όλοι οι σοφοί σώπαιναν για να τον ακούσουν.

—Αυτό το βασιλόπουλο θέλει να μάθει ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα του κόσμου, είπε στον σοφό γέροντα.

Το βασιλόπουλο πλησίασε και είπε στον πιο σοφό από τους σοφούς την ιστορία του. Ο γέροντας τον άκουσε χαϊδεύοντας τη μακριά του γενειάδα κι ύστερα του είπε:

Ο δεύτερος γιος πήγε στο πιο μεγάλο Πανεπιστήμιο
—Αυτό που ζητάς είναι δύσκολο και δεν μπορώ παρά να σου πω ποιο θεωρώ εγώ ωραιότερο απ' όλα τα πράγματα του κόσμου.

—Πείτε μου σας παρακαλώ πολύ, είπε το βασιλόπουλο.

—Εντάξει λοιπόν, είπε ο γέρος. Θα σου δείξω το θησαυρό μου!

Φώναξε κάποιον νέο να τον βοηθήσει και σε λίγο του φέρανε ένα μικρό κουτάκι που το έδωσε στο βασιλόπουλο. Μέσα είχε ένα κοχύλι.

—Κοίταξε το προσεχτικά, του είπε ο σοφός. Όταν ήμουν μικρός το βρήκα στην άμμο της παραλίας που ζούσαμε και το φύλαξα. Μέρα νύχτα κοιτούσα τα χρώματα που αλλάζουν στο στιλπνό εσωτερικό του μέρος και το σχέδιο που κάνει ο λαβύρινθος του κι αναρωτιόμουν γιατί είναι φτιαγμένο έτσι και θέλοντας να μάθω και να εξηγήσω άρχισα να ρωτώ και να ξαναρωτώ, κι όλο και περισσότερο ήθελα να μαθαίνω. Αυτό το κοχύλι με οδήγησε σε μια ζωή γεμάτη περιέργεια και ήταν μια ωραία ζωή γι' αυτό το αγαπάω και το έχω φυλάξει. Τώρα πια γέρασα πολύ, στο χαρίζω, παρόλο που ακόμα δεν έχω λύσει εντελώς το μυστήριο του.

—Είναι πράγματι πανέμορφο, είπε το βασιλόπουλο.

Ευχαρίστησε τον γερο— σοφό και τον παλιό του δάσκαλο και γύρισε πίσω στο παλάτι με το κοχύλι.



Μυστήρια ομορφιά

Ο τρίτος αδερφός αγαπούσε πολύ τη φύση και σκέφτηκε να ψάξει το ωραιότερο πράγμα του κόσμου στο πιο ψηλό βουνό του βασιλείου, που ονειρευόταν από μικρός ν' ανεβεί. Ξεκίνησε λοιπόν με καλές προμήθειες, κι όταν έφτασε όσο ψηλότερα τον πήγαινε το μονοπάτι βρήκε ένα μικρό φτωχικό χωριό και χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού για να περάσει τη νύχτα. Του άνοιξε μια γυναίκα και τον οδήγησε κοντά στο τζάκι όπου είχαν μαζευτεί τα παιδιά της. Το βασιλόπουλο κάθισε μαζί τους, τους μοίρασε το ψωμί του κι εκείνα τον ρώτησαν τι γύρευε σε κείνα τα απρόσιτα μέρη νυχτιάτικα.

—Ψάχνω να βρω το ωραιότερο πράγμα του κόσμου, είπε.

—Σ' αυτά τα άγρια βουνά, του είπε η γυναίκα, δεν έχει τίποτα ωραίο!

—Εγώ όμως βρήκα ένα σωρό ωραία πράγματα σκαρφαλώνοντας σήμερα το πρωί, είπε το βασιλόπουλο.

—Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου, είπε μπουκωμένο ένα παιδί, είναι το ψωμί!


Το βασιλόπουλο γέλασε κι άρχισε να τρώει κι αυτό. Με την πρώτη μπουκιά όμως κατάλαβε ότι το παιδί είχε δίκιο. Πράγματι δεν είχε δοκιμάσει ποτέ ξανά στη ζωή του κάτι τόσο νόστιμο όσο εκείνο το ψωμί που έτρωγε τώρα, πεινασμένος, μετά την ανάβαση.

—Σας ευχαριστώ παιδιά που μου είπατε αυτή την απλή αλήθεια, είπε όταν χόρτασε. Το ψωμί είναι πράγματι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο και αύριο κιόλας θα γυρίσω στο παλάτι και θα το πω στον πατέρα μου.

—Τι κρίμα είπαν τα παιδιά, νομίζαμε ότι θα έμενες λίγο καιρό να τριγυρίσεις τα βουνά μαζί μας! Θα θέλαμε τόσο να μας δείξεις τα ωραία πράγματα που εμείς δεν προσέχουμε.

—Θα γυρίσω τότε γρήγορα πίσω και θα σας δείξω όχι μόνο τα ωραία αλλά και τα χρήσιμα πράγματα του βουνού, είπε το βασιλόπουλο.

O τρίτος γιος πήρε το δρόμο για το βουνό

Και την άλλη μέρα γύρισε στο παλάτι αφού αγόρασε για τον πατέρα του ένα καρβέλι ψωμί πολύσπορο ολικής αλέσεως από τον καλύτερο φούρνο της πόλης.

Μαζεύτηκαν λοιπόν και τα τρία παιδιά και έδειξαν στο βασιλιά τα πράγματα που είχαν φέρει.

—Αυτή η κουκλίτσα είναι το μόνο πράγμα που κάποτε φάνηκε στην αγαπημένη μου το ωραιότερο του κόσμου, είπε ο μεγάλος.

—Αυτό το κοχύλι είναι που οδήγησε τον μεγαλύτερο σοφό του κόσμου στην περιέργεια και τη γνώση, είπε ο μεσαίος.

—Κι αυτό το ψωμί είναι το καλύτερο της πόλης είπε ο μικρός, αλλά πρέπει να πεινάσει κανείς λιγάκι για να το εκτιμήσει!


Ο πατέρας ενθουσιάστηκε με τα πράγματα που του έφεραν τα παιδιά του.

—Είστε σπουδαία παιδιά, τους είπε. Πράγματι, το ψωμί είναι πολύ ωραίο πράγμα και χωρίς αυτό ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει, αλλά μόλις χορτάσει ζητά να καταλάβει τον κόσμο και τα όμορφα πράγματα σαν το κοχύλι τον οδηγούν στην περιέργεια και στην γνώση. Όταν όμως μεγαλώσει δεν μπορεί να συνεχίσει τη ζωή χωρίς αγάπη. Μου φέρατε κι οι τρεις πολύ ωραία πράγματα και δεν ξέρω ποιο να διαλέξω.

—Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν μπορώ να μείνω εδώ, είπε ο μεγάλος. Θα γυρίσω πίσω να παντρευτώ! Οπότε σας παραχωρώ τη θέση μου!

—Και γώ παραχωρώ τη δική μου, είπε ο μεσαίος. Θέλω να γυρίσω πίσω στο Πανεπιστήμιο και να σπουδάσω, να γίνω σοφός και γώ. Αφότου πήρα στα χέρια μου αυτό το κοχύλι ψάχνω συνεχώς να λύσω το μυστήριο του.

—Ούτε γώ όμως μπορώ να μείνω είπε ο μικρός. Με περιμένουν στο βουνό τα παιδιά του χωριού να κάνουμε εκπαιδευτικές εκδρομές!

Κι έτσι αποχαιρέτησαν κι οι τρεις τον πατέρα τους. Κανένας δεν έμεινε να αναλάβει τη βασιλεία. Κι ο γέρο βασιλιάς, τι να κάνει; Αναγκάστηκε να προκηρύξει προεδρικές εκλογές.



Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Εχει δράκους η Δράκεια;

Αυτή είναι η Δράκεια, από μακριά




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παππούς που έμενε σ' ένα ωραίο πέτρινο σπίτι, με παλιά ξύλινα έπιπλα και αυλή γεμάτη ζώα. Είχε στο στάβλο ένα άλογο κι ένα γάιδαρο, είχε μια κατσίκα κι ένα αρνί σε μια αποθηκούλα, είχε κότες στο κοτέτσι του και κουνέλια σ' ένα μικρό σπιτάκι κουνελιών, είχε και περιστέρια στον περιστεριώνα. Δεν είχε όμως τα εγγόνια κοντά του και στεναχωριότανε. Τα εγγόνια του μένανε στην Αθήνα, με το μπαμπά τους και τη μαμά τους, την κόρη του. Εκείνος δεν μπορούσε ν' αφήσει τα ζώα μόνα τους, να πάει να τα δει. Κι ο μπαμπάς κι η μαμά των παιδιών, όλο δούλευαν και δεν ευκαιρούσαν να πάνε στο χωριό με τα παιδιά τους. Ακόμα και στις διακοπές δεν τα έστελναν τα παιδιά εκεί. Τα έστελναν σε κατασκήνωση στην Πάρνηθα, τα έπαιρναν μαζί τους ταξίδια στα νησιά, αλλά δεν τα πήγαιναν στο χωριό του παππού. Το χωριό ήταν στο Πήλιο και είχε ένα παράξενο όνομα. Το έλεγαν Δράκεια.

—Γιατί το λένε Δράκεια, παππού το χωριό σου; ρωτούσαν τα παιδιά στο τηλέφωνο. Μήπως έχει δράκους;

—Όχι, όχι, καθόλου, έλεγε ο παππούς. Κανέναν δράκο δεν έχει! Το λένε Δράκεια επειδή μοιάζει με χούφτα! Τα παλιά χρόνια η χούφτα λεγόταν "δράκα".

—Και πως μοιάζει παππού με χούφτα το χωριό; Όσους έρχονται τους χουφτώνει; Δεν τους αφήνει να φύγουν;

—Όχι, όχι, τι ανοησίες είναι αυτές; Είναι σε μια πλαγιά του βουνού λίγα σπίτια, όπως τα βότσαλα σε μια ανοιχτή φούχτα!

—Δηλαδή το βουνό είναι ο δράκος και σε κρατάει στη χούφτα του παππού, γι' αυτό δεν έρχεσαι ποτέ να μας δεις;

—Θα με τρελάνετε! Δεν υπάρχουν ούτε δράκοι ούτε χούφτες! Έχω τα ζώα μου και δεν μπορώ να φύγω, να έρθω να σας δω. Αυτό είναι όλο! Πείτε στη μαμά σας να σας φέρει, να δείτε και μόνοι σας ότι δεν υπάρχουν δράκοι ούτε χούφτες!

—Τι ζώα έχεις παππού;

—Έχω τη γίδα την Μπεμπέ και το γάιδαρο το Μήτσο, έχω το άλογο το Ροδόλφο, έχω το αρνί, τα κουνέλια, τις κότες....

O γάιδαρος Μήτσος
—Πώς τα λένε τα κουνέλια;

—Τον πατέρα τον λένε Κούλη και τη μάνα Νέλλα και τα παιδιά δεν τα βαφτίζω γιατί κάνουνε πολλά και μπερδεύομαι.

—Αχ, παππού, να έρθουμε εμείς, να κάνουμε βαφτίσια στα κουνέλια;

—Άντε να έρθετε λοιπόν! Τα παιδιά λέγανε στο μπαμπά και στη μαμά τους:

—Θέλουμε να πάμε στον παππού μας, στο χωριό!

—Καλά, θα δούμε, έλεγαν ο μπαμπάς κι η μαμά.

Αλλά ο καιρός περνούσε και δεν πήγαιναν στο χωριό.

—Στείλε μας μια ζωγραφιά του Μήτσου και του Ροδόλφου, να δούμε πως είναι, λέγανε τα παιδιά στον παππού τους, στο τηλέφωνο. Τι να κάνει ο παππούς; Καθόταν και ζωγράφιζε όπως -όπως το Ροδόλφο και το Μήτσο και τους έστελνε στα εγγόνια του. Ύστερα του ζητούσαν να ζωγραφίσει όλα τα ζώα ένα -να. Στο τέλος του είπαν:

—Στείλε μας τώρα και το δράκο!

—Είπαμε, δεν έχει δράκο, θύμωσε ο παππούς.

—Τότε γιατί δεν μας φέρνουν ποτέ εκεί ο μπαμπάς κι η μαμά; Ο παππούς στεναχωριότανε μ' αυτές τις ιδέες. Έπαιρνε την κόρη του στο τηλέφωνο, τη μαμά των παιδιών.

—Πότε θα φέρεις τα εγγόνια μου να τα δω λιγάκι;

—Μόλις αδειάσουμε λιγάκι από τη δουλειά! Πνιγόμαστε στη δουλειά αυτό τον καιρό!

—Μα και τα παιδιά θα πνιγούν από τις ιδέες στο μεταξύ! Το ξέρεις πως νομίζουν ότι το χωριό έχει δράκους;

—Μα είναι όνομα κι αυτό που έχει το χωριό μας, καλέ πατέρα;

Ο παππούς κατάλαβε ότι η κόρη του ντρεπότανε για το χωριό της και δεν είχε σκοπό να ανεβάσει τα παιδιά. Απελπισία τον έπιασε. Να έχει εγγόνια και να μην τα βλέπει ποτέ! Αποφάσισε να κατέβει εκείνος στην Αθήνα. Και τα ζώα; Θα τα έπαιρνε μαζί του! Τα παιδιά θα ήθελαν πολύ να τα δουν από κοντά!

Έβαλε λοιπόν τα κουνέλια σ' ένα κλουβί, τα περιστέρια και τις κότες σε ένα άλλο, τα στερέωσε και τα δύο στο γάιδαρο, έδεσε από πίσω τη γίδα και την αρνάδα, ανέβηκε κι ό ίδιος στο άλογο και ξεκινήσανε. Πολύ αργά πηγαίνανε βέβαια, αλλά προχωρούσαν. Και στο δρόμο όσοι τους έβλεπαν, ρωτούσαν και μάθαιναν την ιστορία.

Ρώτησε κι ένας μαθητής της Έκτης Δημοτικού κι έμαθε και μόλις έφτασε στο Βόλο, στο Σχολειό του, το είπε στο δάσκαλο του. Κι εκείνος ενθουσιάστηκε.

—Τι θαυμάσιο πράγμα, είπε, πρέπει να περιμένουμε αυτόν τον παππού στην είσοδο της πόλης, να τον καλωσορίσουμε! Τα παιδιά του Σχολείου άλλο που δεν ήθελαν! Βγήκαν όλοι έξω, στο δρόμο και μόλις είδαν από μακριά τον παππού με τα ζώα, τους περιτριγύρισαν κι άρχισαν να τα χαϊδεύουν και να τα ταΐζουν. Βρέθηκε αμέσως μέρος για να φιλοξενηθούν όλα και μόλις ξεκουράστηκαν λιγάκι, ο παππούς τούς έδειξε πώς πετούσαν τα ταχυδρομικά περιστέρια, γύρω -γύρω, ακολουθώντας τις κινήσεις ενός ραβδιού.

—Μείνετε άλλη μια μέρα κοντά μας, παρακάλεσε ο δάσκαλος.

—Βιάζομαι να φτάσω στα εγγόνια μου! είπε ο παππούς.

Την άλλη μέρα ξεκίνησε πρωί -πρωί. Ο δάσκαλος ειδοποίησε κι άλλους δασκάλους και όπου φτάνανε βρίσκανε θερμή φιλοξενία. Πήρε είδηση κι η τηλεόραση την υπόθεση και πήγαν και γυρίσανε σκηνές του ταξιδιού. Το βράδυ, την ώρα που τα εγγόνια του παππού έβλεπαν τις ειδήσεις μαζί με το μπαμπά τους και τη μαμά τους, είδαν ξαφνικά τον παππού με όλα του τα ζώα, να λέει ότι έρχεται στην Αθήνα να τους βρει!

—Ζήτω! φώναξαν τα παιδιά από τη χαρά τους κι άρχισαν να χοροπηδούν στο χαλί.

Μέχρι να φτάσει στην Αθήνα ο παππούς και τα ζώα του, είχαν γίνει διάσημοι. Όπου πήγαιναν τους υποδέχονταν με γιορτές και πανηγύρια και τους έκαναν τόσα πολλά δώρα που ο Μήτσος δεν μπορούσε πια να τα σηκώσει κι αναγκάστηκαν να πάρουν και δεύτερο γαϊδούρι κι ύστερα τρίτο. Μια ολόκληρη συνοδεία έφτασε στην Αθήνα μετά από κάμποσες μέρες.

Ο δήμαρχος της Αθήνας δεν μπορούσε να κάνει λιγότερα από όσα είχαν κάνει όλοι οι άλλοι. Υποδέχτηκε τα ζώα στο Πεδίον του Άρεως και προσέλαβε ειδικό προσωπικό να τα περιποιείται όσο καιρό θα έμεναν εκεί. Τα παιδιά της Κυψέλης και των Εξαρχείων έτρεχαν όλη μέρα να τα δουν από κοντά και τα εγγόνια του παππού καμάρωναν τρομερά. Ο μπαμπάς τους κι η μαμά τους δεν ντρέπονταν πια για το χωριό τους, που το λέγανε Δράκεια, ήταν μάλιστα πολύ περήφανοι, γιατί όλη η Ελλάδα είχε μάθει τη Δράκεια και τον καταπληκτικό παππού της.

Μια βδομάδα έμεινε ο παππούς στην Αθήνα κι ύστερα άρχιζαν οι σχολικές διακοπές και πήρε τα εγγόνια του μαζί του, στο χωριό να τις περάσουν. Ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος τους πρόσφερε ειδικό βαγόνι για το ταξίδι τους, να είναι άνετα τα ζώα, να μη στριμωχτούν. Πέρασαν θαυμάσια, αλλά χάρηκαν πολύ όταν έφτασαν ξανά στο σπίτι. Και τα παιδιά ενθουσιάστηκαν με το χωριό, τη Δράκεια. Τι κεράσια έκοβαν από τα δέντρα, τι βόλτες έκαναν στο βουνό, τι νερό πίνανε στα ποταμάκια, τι βανίλιες υποβρύχιες έφαγαν στο καφενείο!


Ήταν όμορφη τελικά η Δράκεια και δεν είχε δράκους, μόνο σκύλους

—Κάθε χρόνο εδώ θα ερχόμαστε, είπαν στον παππού μια μέρα. Δεν έχει καθόλου δράκους τελικά!

—Δεν ξέρω είπε ο παππούς. Δεν είμαι σίγουρος γι' αυτό.. βλέπετε εκείνον εκεί το βράχο εκεί πάνω, στην κορφή του βουνού; Ίσως έχει απομείνει κανένας κρυμμένος εκεί μέσα! Πρέπει να πάμε μια μέρα να κοιτάξουμε...

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Βαθιά στον κόσμο του καναπέ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι που το λέγανε Ευθύμη και του άρεσε πολύ ο καναπές. Τη μισή μέρα την περνούσε ανάποδα πάνω στα μαξιλάρια του καναπέ. Στεκόταν δηλαδή με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά κι έβλεπε όλα τα πράγματα στο δωμάτιο ανάποδα. Και φαίνονταν κι απο το μπαλκόνι ανάποδα οι γλάστρες και τα λουλούδια, οι πολυκατοικίες απέναντι, τα παράθυρα του κι οι ταράτσες τους... Όλα ανάποδα. Οταν κουραζόταν να στέκεται έτσι, ο Ευθύμης έφερνε τα μικρούτσικα ανθρωπάκια του Playmobil και τα έχωνε βαθειά στα μαξιλάρια του καναπέ, ώσπου χάνονταν.


Κάθε Τρίτη ερχόταν στο σπίτι τους η Ρούλα και συγύριζε. Σήκωνε τα μαξιλάρια του καναπέ κι έβγαζε απο κάτω δεκάδες ανθρωπάκια του Ευ-θύμη. Του τα έβαζε σ' ένα κουτί στο δωμάτιο του κι εκείνος άρχιζε ξανά την άλλη μέρα να τα χώνει στον καναπέ.

—Μα τι νομίζεις ότι έχει εκεί μέσα και χώνεις τα ανθρωπάκια σου; τον ρώτησε μια μέρα η Ρούλα.

—Εχει ένα λούνα– πάρκ, είπε ο Ευθύμης.

—Το έχεις δεί ποτέ;

—Το βλέπω λιγάκι απο τη χαραμάδα, όταν στέκομαι ανάποδα! είπε ο Ευθύμης.

—Και θέλεις να γίνεις μικρός, να χωθείς μέσα; είπε η Ρούλα.

—Το θέλω πολύ, είπε ο Ευθύμης.

Εκείνο το βράδυ ο Ευθύμης έπιασε κουβέντα με τα ανθρωπάκια του. Τους είπε το μεγάλο του σχέδιο, ή μάλλον το μικρό του σχέδιο και κείνα υποσχέθηκαν να βρούν ένα τρόπο να τον κάνουν μικρό,ώστε να πάει έστω και για λίγο στο λούνα πάρκ τους. Την άλλη μέρα τα έχωσε όλα, χωρίς εξαίρεση στον καναπέ κι έμεινε χωρίς κανένα ανθρωπάκι, ώσπου ήρθε η Ρούλα να τα βγάλει.

—Λοιπόν, μάθατε τίποτα, τα ρώτησε μόλις τα ξαναβρήκε στο κουτί τους.

Και κείνα του ψιθύρισαν το μυστικό.

Πέρασε ένα ολόκληρο πρωί, χωρίς να σταθεί ανάποδα στον καναπέ ο Ευθύμης και χωρίς να χώσει ούτε ένα ανθρωπάκι. Το μεσημέρι όμως, όταν πήγαν οι μεγάλοι για ύπνο, πλησίασε σιγά σιγά με το κουτί, έβαλε όλα τα ανθρωπάκια στα μαξιλάρια, ύστερα γύρισε ανάποδα, είπε τη μαγική φράση και χώθηκε κι αυτός μέσα, αφού έγινε πρώτα μικρούλης.

Είχε εκεί ένα καταπληκτικό λούνα πάρκ. Κούνιες που σ' ανέβαζαν ψηλά και ρόδες που γύριζαν γύρω γύρω, κι έβλεπες τον κόσμο ανάποδα, όπως τον έβλεπε ο Ευθύμης από τον καναπέ. Είχε συγκρουόμενα αυτοκινητάκια και ρώσικα βουνά, μπαλλαρίνες που σε ανέβαζαν στη φούστα τους και στριφογύριζες, κάστρα του τρόμου με φαντάσματα από μαλλί της γριάς που μπορούσες να τα δαγκώνεις. Και τι δεν είχε εκεί μέσα. Ο Ευθύμης τριγύρισε παντού ώσπου ζαλίστηκε, και τέλος πήγε στη σκοποβολή, όπου πέτυχε την καλύτερη βαθμολογία.

—Είσαι καταπληκτικός, του είπαν όλοι. Μπορείς να διαλέξεις ότι θέ-λεις για δώρο.

—Θα ήθελα τον εαυτό μου σε παιχνίδι, είπε ο Ευθύμης.

Και του τον έδωσαν! Ενα παιχνίδι σαν τον Ευθύμη, που γελούσε, μιλούσε, έλεγε ιστορίες και καθόταν ανάποδα στον καναπέ! Ο Ευθύμης τον πήρε και βγήκε έξω απο το λούνα πάρκ και μόλις ξαναβρήκε το κανονικό του μέγεθος, τον κράτησε στην αγκαλιά του όλο χαρά.

—Δεν θα σε χάσω ποτέ του είπε, ούτε θα σε αποχωριστώ!

Από τότε σταμάτησε να στέκεται στον καναπέ ανάποδα και να χώνει παιχνίδια μέσα.

—Πολύ άλλαξε αυτό το παιδί, είπε η Ρούλα, που δεν έβρισκε πια ανθρωπάκια κάτω απο τα μαξιλάρια του καναπέ.

Ο Ευθύμης περνούσε τώρα καλύτερα. Έπαιζε με τον εαυτό του. Δεν άφηνε κανέναν άλλον να πιάσει στα χέρια του το αγαπημένο του παιχνίδι. Μέχρι που η μαμά του έκανε ένα αδερφάκι.

—Τώρα, είπε ο Ευθύμης στο παιχνίδι του, θα σε χαρίσω στο αδερφάκι μου. Είχα τόσο πολύ ζητήσει απο τη μαμά ένα αδερφάκι και τώρα που ήρθε θα του κάνω το καλύτερο δώρο!

Ετσι ο Ευθύμης χάρισε εκείνο το περίφημο παιχνίδι. Ηταν τόσο ευτυχισμένος με το αδερφάκι του, ώστε ήθελε να του χαρίσει και όλα τα ανθρωπάκια, αλλά η μαμά του είπε να περιμένει λίγο, να μεγαλώσει το μωρό, γιά να μην καταπιεί κανένα.

Ετσι κι έγινε. Ο Ευθύμης περίμενε και καμιά φορά τον τάιζε κιόλας για να βοηθήσει στο μεγάλωμα. Ο αδερφός του λοιπόν μεγάλωσε γρήγορα και κάνανε καταπληκτική παρέα.

—Σπουδαία παιδιά είστε σείς, έλεγε η Ρούλα, που δεν έψαχνε καθόλου πιά κάτω απο τα μαξιλάρια του καναπέ για παιχνίδια.

Αν όμως ψάξει καμιά φορά, μπορεί να βρεί ξεχασμένο ανάμεσα στα μαξιλάρια ένα μικρό παιχνιδάκι που ήταν κάποτε το αγαπημένο του Ευθύμη και του έμοιαζε, αλλά τώρα πια δεν του μοιάζει καθόλου.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Το περιεργο παπί

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ο Εθνικός Κήπος της Αθήνας είχε ακόμα λιοντάρια και λύκους κι αλεπούδες στα στενά κλουβιά του, ζούσε στη λιμνούλα με το γεφυράκι που βρίσκεται εκεί δίπλα ένα παράξενο παπάκι που το λέγανε Πίπη. Ο Πίπης δεν ήθελε να μένει με τα άλλα παπιά στη λίμνη και να κολυμπά ανάμεσα στα ποπ κόρν και τα κομμένα κουλούρια που τους πετούσαν τα παιδιά για να τρώνε. Ηθελε να γνωρίσει τον κόσμο. Κάθε τόσο τόσκαγε απο το σπιτάκι και τριγύρναγε γύρω γύρω στην περιοχή, ώσπου ανακάλυψε τα κλουβιά με τ' αλλα ζώα. Και μόλις κατάλαβε ότι υπήρχε κι ένα λιοντάρι κλεισμένο εκεί, ήθελε να γνωρίσει το λιοντάρι.

—Γιατί μαμά το λιοντάρι είναι κλεισμένο σε κλουβί, ενώ εμείς γυρνάμε ελεύθερα; ρωτούσε.

—Να μην ασχολείσαι με λιοντάρια, του έλεγε η μαμά του συγχισμένη. Είναι άγρια κι επικίνδυνα. Γι αυτό τα κλείνουν σε κλουβιά.

—Και που τα βρίσκουν και τα πιάνουν;

—Τα φέρνουν απο μακριά.

—Και τι τα θέλουν, αφού είναι άγρια;

—Για να τα βλέπουν! Στους ανθρώπους αρέσει η αγριάδα!

—Γιατί δεν την αφήνουν ελεύθερη τότε!

—Τους αρέσει για να φτιάχνουν ιστορίες μόνο. Αν άφηναν ελεύθερο το λιοντάρι, θα τους έτρωγε! Είναι δυνατότερο απο αυτούς!

—Πές μου μαμά καμιά ιστορία με λιοντάρι!

Για να ησυχάσει, η μαμά του τού έλεγε ιστορίες με λιοντάρια. Του είπε τον Ανδροκλή και το λιοντάρι, τον λέοντα της Νεμέας, το Βασιληά των λιονταριών και για λίγες μέρες το παπί κάθησε ήσυχα στη λίμνη και τις σκεφτόταν. Υστερα όμως ξανάρχισε τις βόλτες προς τα κλουβιά.

—Γιατί κόβεις βόλτες γύρω γύρω; ρώτησε τον λύκο.

—Γιατί έχω τα νεύρα μου, είπε ο κείνος μ' έναν γρυλισμό. Παράτε με ήσυχο!

—Γιατί στέκεσαι ακίνητη στον ήλιο; ρώτησε παραδίπλα την αλεπού.

—Και τι άλλο να κάνω; είπε εκείνη απελπισμένη.

Τελικά πλησίασε και στο κλουβί του λιονταριού που περπατούσε αργά αργά, όσο πιο αργά μπορούσε, απο τη μία άκρη του κλουβιού στην άλλη
-Καλημέρα βασιληά! του είπε.
—Μη με κοροϊδεύεις μικρέ, είπε το λιοντάρι, χωρίς να σταματήσει τις βόλτες του.
—Ξέρω ότι θα ήσουν βασιληάς κανονικά είπε με σεβασμό το παπί.
—Εγώ δεν ξέρω τίποτα, είπε άκεφα το λιοντάρι, εκτός απο το ότι αν ήμουν ελευθερο δεν θα καταδεχόμουνα ούτε να σ' αρπάξω, έτσι μικρό που είσαι!
—Εχεις δίκηο! Σε καμιά ιστορία δεν άκουσα λιοντάρια να κυνηγάνε παπιά!
—Και τι ιστορίες έχεις ακούσει εσύ παρακαλώ;
—Εχω ακούσει τρείς ιστορίες για λιοντάρια, είπε το παπί.
Και το λιοντάρι δεν ήξερε καμία απο τις τρείς!
—Δε μου λες και μένα τη μία, να περάσει η ώρα, είπε στο παπί.

—Δεν τις καλοθυμάμαι, αλλά θα πω στη μαμά μου να μου ξαναπεί τη μία απ'αυτές και θα έρθω αύριο το πρωί να σου τη διηγηθώ!

Έτσι το παπί γύρισε πίσω και πέρασε την ημέρα του μαθαίνοντας καλά την ιστορία: "Ο Ανδροκλής και το λιοντάρι". Την επόμενη μέρα πήγε πρωί πρωί και την είπε στο λιοντάρι.

—Πολύ μου άρεσε η ιστορία σου, είπε το λιοντάρι στο τέλος. Να έρθεις και αύριο να μου πείς την άλλη.

Ετσι το παπί διηγήθηκε στο λιοντάρι και τις άλλες δύο ιστορίες που ήξερε και μετά κι άλλες κι άλλες, ώσπου τέλειωσαν όλες οι ιστορίες με λιοντάρια που ήξερε η μαμά του και άρχισε να ρωτάει και τις άλλες πάπιες της λίμνης, μήπως ήξεραν και κείνες καμία. Κι όταν τέλειωσαν κι αυτές, άρχισε να του λέει ιστορίες με άλλα ζώα.
Το έμαθαν η αλεπού κι ο λύκος και ζήτησαν απο το παπί να διηγείται και σ' αυτούς τις ιστορίες του. Κάθε μέρα το παπί ήταν απασχολημένο μ' αυτή την υπόθεση και σιγά σιγά, μαθαίνοντας και λέγοντας ιστορίες, πέρασε ο καιρός και μεγάλωσε κι έγινε πάπια σωστή.
Το λιοντάρι όμως μέρα με τη μέρα μαράζωνε.

— Όλες οι ιστορίες σου, του είπε μια μέρα το λιοντάρι, δεν αξίζουν μια ωραία βόλτα στο δάσος. Τώρα που μεγάλωσες κι έγινες παπί κανονικό, τώρα που δεν χρειάζεται να επιστρέφεις νωρίς τα βράδυα στη μαμά σου, πρέπει να ψάξεις να βρείς ένα τρόπο να μ' ελευθερώσεις. Οι φύλακες κάπου θα κρύβουν τα κλειδιά. Βρέστα κι άνοιξε μου το κλουβί. Θα πεθάνω αν δεν βγώ έξω απο δώ. Δεν αντέχω πιά!

Φαινόταν καθαρά ότι δεν άντεχε πιά. Περνούσε όλη τη μέρα ξαπλωμένο στην ίδια θέση κι ούτε που άγγιζε το φαί του. Το παπί κατάλαβε ότι αν δεν έκανε κάτι γρήγορα, θα τον έχανε το φίλο του. Πήγε κοντά στο φύλακα, την ώρα που καθόταν και ξεκουραζόταν και του πήρε τα κλειδιά απο την τσέπη. Τη νύχτα, όταν όλοι είχαν φύγει, άνοιξε επιδέξια την πόρτα του κλουβιού και το λιοντάρι βγήκε έξω.

—Νομίζω ότι έχω ξεχάσει να περπατάω, είπε καθώς έκανε τα πρώτα βήματα προς την ελευθερία.

Όμως σε λίγο έτρεχε γύρω γύρω σ' όλα τα δρομάκια του Κήπου, γρυλίζοντας απο χαρά. Τον πήραν είδηση οι γάτες που ξαγρυπνούσαν, τα παγώνια που κοιμόνταν και οι πάπιες, τα μικρά πουλιά, τα αδέσποτα σκυλιά, όλα τα ζώα που βρίσκονταν εκείνη την ώρα μέσα στον Κήπο και άρχισαν να φωνάζουν το ένα στ' άλλο:

—Το λιοντάρι ελευθερώθηκε! Προσέξτε καλά!

Κι όσο κι αν φοβόντουσαν, μαζεύτηκαν όλοι να δούν και ν' ακούσουν το φρενιασμένο τρεχαλητό του βασιληά της ζούγκλας, μέσα στα δέντρα του Εθνικού Κήπου. Το είδαν να πέφτει ανάσκελα στ' αγκάθια και να τρίβει τη γούνα του, να σκαρφαλώνει στα πέτρινα τοιχάκια, να ορμάει σ' όποια λιμνούλα έβρισκε μπροστά του, το άκουσαν να καλεί μέσα στη νύχτα τους μακρυνούς συντρόφους του. Αλλά καμιά απάντηση δεν πήρε απο την κοιμισμένη πολιτεία των ανθρώπων και το πρωί βρέθηκε ξανά ξαπλωμένο στην πόρτα του κλουβιού, με το παπί κοντά του, να το παρηγορεί όπως μπορούσε.

—Πέρασα μια ωραία νύχτα του είπε, αλλά θα ήθελα να γυρίσω πίσω στη ζούγκλα για να γίνω στ' αλήθεια ευτυχισμένο.

Για πολύν καιρό τα ζώα της Αθήνας θυμόντουσαν εκείνη τη νύχτα του λιονταριού και είχαν να τη λένε. Οι άνθρωποι πάντως, καλού κακού, αποφάσισαν να του βρούν μια καλύτερη διαμονή.

—Ακουσα ότι θα φύγετε απο δώ, είπε μια μέρα το παπί στο λιοντάρι. Θα σας στείλουν σε ένα μέρος πολύ μακριά, που μοιάζει με ζούγκλα και θα μπορείτε να είστε σχεδόν ελεύθεροι. Χαίρομαι για σένα, αλλά θα μου λείψεις!

—Και μένα, είπε το λιοντάρι. Αλλά θα θυμάμαι τις ιστορίες σου!

Παρόλο που το λιοντάρι ζούσε χρόνια στο κλουβί και ήταν χορτάτο και βαρύ, οι άνθρωποι φοβόνταν και το μετέφεραν με καλά ασφαλισμένα κλουβιά στο αεροπλάνο που το πήγε σε μια μακρινή χώρα, σε κάτι δάση ίδια με ζούγκλα, όπου θα ζούσε σχεδόν ελεύθερο. Την επόμενη μέρα πήραν και την αλεπού και το λύκο. Τους άφησαν κι αυτούς στα βουνά της Ελλάδας. Η αιχμαλωσία τους τέλειωσε. Ο Πίπης ίσα που πρόλαβε να τους χαιρετίσει.

—Αν ποτέ ανέβεις στην Πίνδο, θα ειδοποιήσουμε όλα τα θηρία να μη σε πειράξουν, του είπαν φεύγοντας.

Ο Πίπης ευχαριστήθηκε πολύ μ' αυτή την υπόσχεση.

Τα κλουβιά έμειναν άδεια. Άνοιξαν τις ενδιάμεσες πόρτες για να μπορούν να κυκλοφορούν μέσα τα παγώνια και τα κοκόρια, ο γερο γλάρος και τα κατσίκια που απέμειναν, για να μην στεναχωριούνται τα παιδιά που έρχονταν επίσκεψη στον Κήπο για να δούν κανένα τετράποδο. Σε λίγο καιρό όλοι είχαν ξεχάσει ότι κάποτε ο Εθνικός Κήπος είχε θηρία στα κλουβιά. Όλοι εκτός απο τον Πίπη. Αφού όμως δεν νοιαζόταν κανένας άλλος ν' ακούσει ιστορίες με λιοντάρια, τις έλεγε καμιά φορά στα παιδιά που τον τάιζαν ή στους γέρους που λιάζονταν καθισμένοι στις πράσινες καρέκλες.

—Την ξέρω αυτή την ιστορία, του έλεγαν οι γέροι. Να σου πώ κι άλλη μία;
Κι έτσι ο Πίπης όλο ακούει και καινούργιες ιστορίες. Δεν θέλει πια να φύγει να πάει μακριά. Ο Κήπος του φαίνεται το καλύτερο μέρος για ιστορίες.
Και το λιοντάρι τι απέγινε; Εκεί στη τεχνητή ζούγκλα που το πήγανε μάζευε τα βράδυα τ' άλλα λιοντάρια γύρω του και τους διηγόταν τις ιστορίες του Πίπη. Μόνο που τις μπέρδευε λιγάκι και με τον καιρό τις άλλαζε και γίνανε σιγά σιγά καινούργιες ιστορίες που δεν τις ξέρει ακόμα άνθρωπος κανείς. Το ίδιο έκαναν και η αλεπου κι ο λύκος στα βουνά της Πίνδου.

Οποιος μπορέσει κάποτε ν' ακούσει τις ιστορίες των ζώων, δεν θ' αναγνωρίσει τίποτα απο ότι θυμάται απ' αυτές.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

H ερωτευμένη κάμερα

Μια φορά ήταν μια κάμερα κρεμασμένη σε μια κολώνα στην Ομόνοια. Επρεπε μέρα νύχτα να κοιτάζει στο πεζοδρόμιο τους ανθρώπους που περνούσαν. Σε μια μεγάλη αίθουσα στα γραφεία των Τροχαίων, οι τροχο-νόμοι κοίταζαν έναν ολόκληρο τοίχο γεμάτο με τηλεοράσεις και βεβαιώ-νονταν ότι όλα πανε καλά στούς δρόμους της Αθήνας. Οι κάμερες συνέ-χεια, μέρα νύχτα έδειχναν τον κόσμο να περπατάει κι αν ποτέ γινόταν κανένα δυστύχημα, οι τροχαίοι το βλέπανε στις τηλεοράσεις και τρέχανε με τις μοτοσυκλέττες τους να βοηθήσουν τους χτυπημένους.

Τα πεζοδρόμια της Ομόνοιας ήταν πάντα γεμάτα ανθρώπους. Πάντα πλήθη περπατούσαν εκεί, βιαστικοί , σοβαροί, χιλιάδες άνθρωποι διάβαιναν κάθε μέρα, ασταμάτητα. Οι περισσότεροι φαίνονταν στην κάμερα κακόκεφοι και κουρασμένοι. Της φαινόταν ότι φορούσαν πολύ σκούρα ρούχα, ότι είχαν πολύ πιεσμένα χείλη. Αν την ρωτούσαν την κάμερα, θα τους έλεγε ότι τους βρίσκει χλωμούς και απεριποίητους, θα τους συμβούλευε να βάζουν πιο χαρούμενα ρούχα και να χαμογελάνε και λιγάκι. Ηταν μια κάμερα που είχε ονειρευτεί να γυρίζει σκηνές για τον κινηματογράφο, να αντικρύζει ωραίες ηθοποιούς και να ευφραίνεται και νάτηνα που βρέθηκε στην Ομόνοια, προσηλωμένη μέρα νύχτα στο στριμωγμένο πλήθος. Είχε αρχίσει να παθαίνει κατάθλιψη.

Μια μέρα η κάμερα είδε ένα πρόσωπο τελείως διαφορετικό απο αυτά που είχε συνηθίσει. Ηταν μια νέα κοπέλλα, πολύ λεπτή, πολύ όμορφη, που είχε μεν χλωμό πρόσωπο και φορούσε μια μαύρη μπλούζα, αλλά ήταν τόσο φωτεινή η χλωμάδα της, τόσο τρυφερός ο λαιμός της, τόσο κόκκινα τα χείλη της,που η κάμερα κόντεψε να τυφλωθεί. Την επόμενη στιγμή είχε ξεκολλήσει απο την κολώνα και ακολουθούσε την κοπέλλα στην Πατησίων. Την έβλεπε που περνούσε με χορευτικό βήμα τις διαβάσεις, στεκόταν απο πισω της όταν εκείνη σταματούσε σε καμιά βιτρίνα και στη στάση του Πολυτεχνείου, μπήκε μαζί της στο τρόλλεϋ για τα Πατήσια.

—Δική σας είναι η κάμερα; ρώτησε ο ελεγκτής την κοπέλλα. Πρέπει να της βγάλετε εισιτήριο!

—Δεν έχω ιδέα, είπε εκείνη.

—Μα είναι προσηλωμένη πάνω σας, είπε ο ελεγκτής.

Η κάμερα τρομοκρατημένη βγήκε στην πρώτη στάση απο το παράθυρο. Ακολούθησε το τρόλλεϋ ώσπου είδε την κοπέλλα να κατεβαίνει κι ύστερα την πήρε πάλι απο πίσω , ώσπου την είδε να μπαίνει σ΄ενα σπίτι. Η πόρτα έκλεισε κι η κάμερα έμεινε να βλέπει τα ντουβάρια. Πως θα μπορούσε να μπεί μέσα; Εψαξε να βρεί κανένα παράθυρο. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία, με ψηλούς ορόφους κι η κάμερα δυσκολεύτηκε να ανεβεί στο μπαλκόνι και να βρεί μια γωνιά τραβηγμένης κουρτίνας να κοιτάξει μέσα.

—Ωραίο σπίτι, είπε ο τροχαίος που κοιτούσε την εικόνα στην αίθουσα με τις τηλεοράσεις.

—Μα τι δουλειά έχει αυτή η κάμερα να δείχνει αυτό το σπίτι; ρώτησε ο συνάδελφος του. Αυτή ήταν στην Ομόνοια κι έδειχνε τους πεζούς στο πεζοδρόμιο!

—Θα απηύδησε φαίνεται να τους βλέπει και πήρε τους δρόμους,είπε ο πρώτος.

—Πρέπει να πας να τη φέρεις πίσω, είπε ο άλλος.

—Ας δούμε πρώτα τι κοιτάζει!

Ο τροχονόμος εκείνος έμεινε στην αίθουσα να παρακολουθεί την κάμερα. Είδε πρώτα την κουρτίνα του παράθυρου, ύστερα είδε την κοπέλλα που πλησίασε και κοίταξε παραξενεμένη. Άπλωσε το χέρι η κοπέλλα, τράβηξε την κουρτίνα και σταμάτησαν, η κάμερα και ο τροχονόμος , να την βλέπουν. Εν συνεχεία η κάμερα έμεινε εκεί, περιμενοντας μήπως και ξανατραβηχτεί η κουρτίνα.

—Τι παράξενο, σκέφτηκε ο τροχονόμος.

Κι αφού η Ομόνοια είχε μείνει χωρίς κάμερα, πήγε εκείνος την άλλη μέρα εκεί, να προσέχει τον κόσμο. Κατά το μεσημεράκι, νάσου και η κάμερα. Πήγαινε απο πίσω απο την όμορφη κοπέλλα και ούτε που του έδωσε σημασία.

—Που πάει αυτή η παλαβή; σκέφτηκε ο τροχονόμος και τις ακολούθησε κι εκείνος.

Η κοπέλλα πήγαινε στην Πλάκα. Πέρασαν την Αιόλου, όπου στάθηκαν και οι τρείς και χάζεψαν σ΄ολα τα καρροτσάκια, έφτασαν στο Μοναστηράκι, κι ανηφόρισαν την Αδριανού. Είχε ήλιο κι οι τουρίστες ήταν πολύ κεφάτοι. Ο κόσμος χαμογελούσε τυφλωμένος απο το φώς. Η κοπέλλα στάθηκε να αγοράσει ξηρούς καρπούς.

—Να σας κεράσω εγώ; είπε ο τροχονόμος.

—Μα τι συμβαίνει, γιατί με ακολουθείτε; τον ρώτησε εκείνη. Και τι είναι αυτή η κάμερα;

—Είναι μια κάμερα της τροχαίας, είπε ο τροχονόμος. Φαίνεται ότι σας ερωτεύτηκε καθώς περνούσατε απο την Ομόνοια. Η θέση της είναι στην Ομόνοια ξέρετε, αλλά την έχει εγκαταλείψει και σας ακολουθεί!

—Τι αστείο! είπε η κοπέλλα. Και τώρα τι θα γίνει;

—Θα σας κεράσω φυστίκια, αν θέλετε, είπε ο τροχονόμος. Η κοπέλλα ήθελε και έφαγαν φυστίκια και οι δύο. Τα φυστίκια τους έφεραν δίψα και κάθησαν να πιούν μια πορτοκαλάδα. Η κάμερα απο πίσω.

—Τι κάνουν αυτοί εκεί; αναρωτιόντουσαν στην Τροχαία.


Αυτοί εκεί αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν,αυτό έκαναν. Μόνο που ο τροχονόμος έχασε τη θέση του στην Τροχαία. Ε, δεν πειράζει, έγινε σκηνοθέτης. Γύριζε ταινίες με τη γυναίκα του πρωταγωνίστρια κι η κάμερα ήταν η πιό ευτυχισμένη από όλους, αφού μπορούσε να την κοιτάζει συνεχώς!




Εικονογράφηση τηςΝτανιέλας Σταματιάδη απο το βιβλίο "Παραμύθια για τα παιδιά της Αθήνας" στον Πατάκη

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Ένα φιλί στου φλυτζανιού τα χείλη








Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν μια μαμά που είχε πέντε παιδιά και δεν προλάβαινε ποτέ να ξεκουραστεί απο τις δουλειές του σπιτιού. Συνέχεια έπλενε, μαγείρευε, ταχτοποιούσε κι όταν όλα ήταν ταχτικά, αντί να ξεκουραστεί, πήγαινε για ψώνια και έφερνε στο σπίτι πράγματα που χρειάζονταν μαγείρεμα και ξανάρχιζε απο την αρχή. Τα πρωϊνά έτρεχε στα δωμάτια ψάχνοντας να βρεί τα μπουφάν και πάντα κάποιο θα μπέρδευε και τα βράδυα περπατούσε στο σπίτι μέσα, διπλωμένη στα δύο απο την κούραση κι έτοιμη να θυμώσει με το παραμικρό.

—Λυπηθείτε με, έλεγε καμιά φορά στα παιδιά, μαζέψτε μόνοι σας τα πράγματα σας!

Αλλά τα παιδιά δεν καταλάβαιναν γιατί έπρεπε να τη λυπηθούν μαζεύοντας τα δικά τους πράγματα. Αφού εκείνα δεν τα πείραζε να είναι σκορπισμένα, τι την ένοιαζε τη μαμά; Κι έτσι δεν τα μάζευαν!

Στο τέλος τη λυπήθηκαν τα ίδια τα πράγματα. Μια μέρα τα πουλόβερ των παιδιών της εκεί που τα δίπλωνε με κουρασμένα χέρια, άρχισαν να ψιθυρίζουν το ένα στο άλλο:

"Δεν μπορώ πια ν΄αφήνω αυτή την κακομοίρα τη γυναίκα να με διπλώνει, όταν βλέπω πόσο πολύ κοντεύει κι η ίδια να διπλώσει απο την κούραση. Θα το κάνω μόνο μου! Μόλις με βγάζει ο γιός της θα πηγαίνω στο ντουλάπι και θα διπλώνομαι οικειοθελώς!

—Θα σε βοηθήσω και γώ, είπε το πουκάμισο που βρισκόταν με τα μανίκια χωμένα στα δικά του, γιατί το αγόρι που τα φορούσε τα είχε βγάλει και τα δυό μαζί. Θα τρέχω στην κρεμάστρα μέχρι να πείς κίμινο!


Το πεταμένο παντελόνι που άκουσε τη συζήτηση, αποφάσισε κι αυτό να συμμετέχει στην επιχείρηση και όλα τα ρούχα συμφώνησαν όταν έμαθαν τα καθέκαστα. Μόλις η μαμά έφυγε απο το σπίτι, δυό ζωηρά καλτσάκια έτρεξαν να πουν τα νέα στα πιατικά και τα κατσαρολικά, τα σεντόνια και τα παπλώματα, τα τραπεζομάντηλα και τις πετσέτες. Ολα μαζί αποφάσισαν να βοηθήσουν την κατάσταση κι άρχισαν αμέσως.

—Ελα βρυσούλα, άνοιξε λιγάκι, είπε ένα πιατάκι στη βρύση, και σύ σαπουνάκι στάξε μια σταγονίτσα, και σύ σφουγγάρι, έλα να μας τρίψεις, να βοηθήσουμε την καημένη τη μαμά των παιδιών!
!

Βοήθησε κι η βρύση, το σαπούνι και το σφουγγαρι. Όλα τα άπλυτα φλυτζάνια του πρωϊνού, πλύθηκαν μόνα τους, σκουπίστηκαν και πήγαν ωραία ωραία στο ντουλάπι. Το τραπεζομάντηλο τινάχτηκε στο μπαλκόνι και μάλιστα κάλεσε τα πουλιά της περιοχής να φάνε τα ψίχουλα του, με μια σειρά απο χαριτωμένους και πολύ εύγλωτους κυματισμούς. Οταν γύ-ρισε η μαμά στο σπίτι τα βρήκε όλα έτοιμα. Παραξενεύτηκε, αλλά σκέ-φτηκε ότι θα είχε ξεχάσει πώς τα τακτοποίησε κι άρχισε το μαγείρεμα. Μετά απο δυό ώρες που βγήκε ξανά έξω, για να πάρει τα παιδιά απο το σχολείο, όλα τα λερωμένα σκεύη πλύθηκαν μόνα τους, το τραπέζι στρώ-θηκε, κι έμενε μόνο να σερβιριστεί το φαγητό.

—Κάτι παράξενο συμβαίνει, σκέφτηκε η μαμά, όταν γύρισε και τα είδε όλα έτοιμα, αλλά δεν προλάβαινε να το ερευνήσει, έπρεπε αμέσως να πάει τα παιδιά στο μπάνιο και να πλύνει τα χέρια τους.

Μόλις τέλειωσαν το φαί οι μικροί ήθελαν να της δείξουν κάτι ζωγραφιές που είχαν φέρει απο το Σχολείο κι ώσπου να γυρίσει η μαμά στην κουζίνα τα πιάτα είχαν μαζευτεί και πλένονταν μόνα τους. Πλησιάζει στο νεροχύτη και τι να δεί: Το νερό έτρεχε και τα σφουγγάρια χόρευαν και τα πιάτα έχυναν τα σαπούνια με απαλές κινήσεις κι ύστερα σα μπαλαρινούλες, πήγαιναν στάζοντας στην πιατοθήκη, κι έμπαιναν στη σειρά να στεγνώσουν. Έτριψε τα μάτια της η μαμά, γιατί νόμισε πως ονειρευόταν και πήγε στην κρεββατοκάμαρα των θυγατέρων της, όπου είδε όλα τα ρούχα που είχαν πετάξει μπαίνοντας, να σηκώνονται και ήσυχα να τακτοποιούνται σα στρατιωτάκια στα ράφια.

—Τι γίνεται εδώ, φώναξε η μαμά.

Τα παιδιά κοίταξαν γύρω τους και δεν είδαν τίποτα παράξενο, εκτός απο μιά ντουλάπα που έκλεινε μόνη της και τις κάλτσες τους που έτρεχαν να μπούν στα παππούτσια. Ετσι είναι τα παιδιά, δεν παραξενεύονται που γίνονται μόνα τους όσα πράγματα βαριούνται να κάνουν αυτά.

—Θα τρελλαθώ, είπε η μαμά.



Αλλά δεν τρελλάθηκε. Κάθε άλλο μάλιστα. Μετά απο λίγες μέρες, όταν όλα τα πράγματα είχαν μάθει στην εντέλεια τη δουλειά τους, κι όλα γίνονταν μέσα στο σπίτι χωρίς να χρειάζεται να κουράζεται, άρχισε να εί-ναι πολύ πιο κεφάτη και καλή. Κοιμόταν καλύτερα, ομόρφηνε, είχε ιδέες για παιχνίδια και καθόταν κι έπαιζε, πήγαινε τα παιδιά βόλτες, τους έλεγε αστείες ιστορίες, τους τραγουδούσε νανουρίσματα τα βράδυα, ντυνόταν πρόσχαρα, χτενιζόταν προσεχτικά, έγινε ευχάριστη με τους φίλους τους, οργάνωνε συναντήσεις. Με δυό λόγια περνούσαν θαυμάσια. Το σπίτι τους είχε γίνει παράδεισος, και παρ' όλ' αυτά για πρώτη φορά κατάφεραν να οργανώσουν ωραίες εκδρομές στις εξοχές και περιηγήσεις στην πόλη.

—Ολ' αυτά χάρη σε σάς, είπε μια μέρα η μαμά πιάνοντας στο χέρι ένα φλυτζάνι και μέσα στην ευτυχία της, το φίλησε στα χείλη πριν το ακουμπήσει πάλι στο πιατάκι του.

Το φλυτζάνι κοκκίνησε απο χαρά, αλλά μόλις έμεινε μόνο του με τα άλλα φλυτζάνια, άρχισε η γκρίνια.

—Γιατί να φιλήσει μόνο εσένα; είπε ένα πιάτο παρεξηγημένο. Βοηθάμε όλα το ίδιο!

—Εγώ κάνω την περισσότερη δουλειά, είπε εκείνο. Πίνει συνέχεια καφέδες και μ' αγαπάει, γιατί είμαι το δικό της!

—Δε νομίζω να σ' αγαπάει περισσότερο απο μένα, που είμαι το αγα-πημένο πιάτο της, είπε ένα πιάτο.

—Σιγά τον πολυέλαιο, είπε ένα άλλο.

—Τι συμβαίνει; είπε ο πολυέλαιος, θιγμένος.

Αρχισε ένας καυγάς τρομερός. Πιάτα και ποτήρια έκαναν τόση φασαρία, που οι γείτονες ανέβηκαν να παραπονεθούν. Χτύπησαν το κουδούνι, αλλά κανείς δεν τους άνοιξε. Μέσα στο σπίτι γινόταν χαμός. Ακόμα και τα ήσυχα ρούχα είχαν βγεί απο τα ντουλάπια τους και προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τα πράγματα, αλλά μάταια. Καθώς η οικογένεια έλειπε σε μια μακρινή βόλτα, οι γείτονες ανησύχησαν και κάλεσαν την αστυνομία. Οταν γύρισε η μαμά με τα παιδιά, βρήκαν την πόρτα τους ανοιχτή και τους γείτονες να ψάχνουν για θύματα μέσα σε σωρούς απο σπασμένα πιάτα.

—Ω, τα καλά μου τα γυαλικά, είπε η μαμά κλαίγοντας.

Μάζεψαν ότι είχε απομείνει και το έβαλαν στη θέση του. Από τότε κανένα πράγμα μέσα στο σπίτι δεν κουνήθηκε μόνο του. Τα παιδιά ανησύχησαν όμως, μήπως χάσουν τις ωραίες εκδρομές τους, τα παραμύθια τους, τα τραγούδια τους κι όλο το κέφι και την ομορφιά που είχε βασιλέ-ψει. Αποφάσισαν να βάλουν κι αυτά ένα χεράκι στη τακτοποίηση και τα πλυσίματα κι έτσι η μαμά δεν πρόλαβε να κουραστεί. Μοιρασμένη στα έξη η δουλειά ήταν αστεία. Συνέχισαν να περνάνε καλά κι ωραία κι αγαπημένα, ώσπου μεγάλωσαν και φύγανε να φτιάξουνε δικά τους σπίτια.



Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Ο Γιαννάκης και ο Τζώνης

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι που το λέγανε Γιαννάκη. Έμενε με το μπαμπά του και τη μαμά του σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη που είχε ένα μπαλκόνι μπροστά και δύο παράθυρα στον ακάλυπτο. Οι γονείς του δούλευαν απο το πρωί ως το βράδυ, κάθε μέρα, εκτός απο το Σάββατο και την Κυριακή. Εκείνος έμενε στο σπίτι με την κοπέλλα που την έλεγαν Ειρήνη. Περνούσε την ημέρα του βλέποντας τηλεόραση και περίμενε το Σάββατο ανυπόμονα. Σάββατο πρωί έτρεχε με τα βιβλία του στο κρεββάτι του μπαμπά και της μαμάς κι άρχιζαν τα παραμύθια.

—Ας πάμε καμιά βόλτα Γιαννάκη, λέγανε κάθε τόσο οι γονείς του. Να παίξεις στην Παιδική Χαρά!

—Προτιμώ να μείνουμε εδώ και να διαβάζουμε παραμύθια έλεγε ο Γιαννάκης. Κι οι γονείς του άλλο που δεν ήθελαν, έτσι κουρασμένοι που ήταν απο τη δουλειά.

Μια μέρα πήγε η νονά του και τον πήρε να τον πάει βόλτα. Της άρε-σαν οι βόλτες της νονάς, βαριόταν να μένει μέσα. Τον πήγε γραμμή στην Παιδική Χαρά.

—Σ' αρέσει η τσουλήθρα Γιαννάκη;

—Οχι είπε ο Γιαννάκης.

—Η τραμπάλα;

—Οχι!

—Ο μύλος;

—Οχι!

—Μα τι θέλεις να κάνουμε εδώ που ήρθαμε;

—Να καθήσουμε στο παγκάκι και να μου πείς παραμύθι!

—Αυτό είναι μεγάλη χαζομάρα, είπε η νονά. Τα παραμύθια τα λένε στα σπίτια!

—Τότε πάμε στο σπίτι!

—Ε, όχι δα!

Τότε ο Γιαννάκης άρχισε να κλαίει κι η νονά τι να κάνει; Κάθησε στο παγκάκι κι επειδή δεν ήξερε παραμύθια, τον έβαλε να της πεί αυτός ένα.



Όταν έφτασαν τα γενέθλια του Γιαννάκη, η νονά πήγε και του αγόρασε ένα καταπληκτικό κάστρο για δώρο. Το έφτιαξε ένα ωραίο πακέτο με φιόγκο και μπήκε στο τρόλλεϋ να πάει στο σπίτι του. Μόνο που όταν κατέβηκε απο το τρόλλεϋ ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει μέσα το πακέτο!

—Πώ πώ, τι θα κάνω τώρα; αναρωτιόταν. Πώς θα πάω επίσκεψη στο βαφτιστήρι μου;

Εκείνη τη στιγμή άκουσε ένα άλλο κλάμμα χαμηλά στο πεζοδρόμιο. Σκύβει και τι να δεί; Ενα μικρούτσικο γατάκι, χωμένο μέσα στο παρτέρι με τους θάμνους, έκλαιγε γιατί είχε χάσει τη μαμά του.

—Τι ομορφούλι γατάκι, σκέφτηκε η νονά. Θα το πάρω αυτό για δώρο στο Γιαννάκη.

Το έπιασε λοιπόν προσεχτικά απο το σβέρκο, όπως πιάνουν τα γατάκια οι μαμάδες τους, το ακούμπησε στο μπράτσο της και το χάιδεψε στ' αυτάκια του. Κι εκείνο άρχισε αμέσως να γουργουρίζει.

Ο Γιαννάκης ενθουσιάστηκε με το γατάκι.

—Πως θα το ονομάσεις; ρώτησε η νονά.

—Θα το ονομάσω Γιαννάκη, είπε ο Γιαννάκης.

—Τότε να το φωνάζεις Τζώνη, είπε η νονά. Είναι το όνομα σου στα αγγλικά κι έτσι δεν θα σας μπερδεύουν.

Πραγματικά, δεν τους μπέρδευαν. Ο Γιαννάκης ήταν το παιδί και ο Τζώνης ήταν το γατί. Έκαναν θαυμάσια παρέα.



Μια μέρα ο Τζώνης είχε ανέβει στην κουρτίνα του σαλονιού και την έσκιζε με τα νύχια του. Η Ειρήνη του έβαλε τις φωνές και τον κατέβασε απο κεί, τότε εκείνος τρέχοντας πήγε στο δωμάτιο του Γιαννάκη και σκαρφάλωσε στη δική του κουρτίνα. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό κι όταν κατέβηκε δεν πήδησε στο πάτωμα αλλά στο περβάζι. Εκεί ακουμπούσε ένα χοντρό κλαρί απο ένα δέντρο που φύτρωνε στον ακάλυπτο. Το γατί άρπαξε το κλαρί και γρήγορα σαν αστραπή κατέβηκε κάτω. Ο Γιαννάκης πλησίασε στο πατράθυρο και τον φώναξε:

—Τζώνη, Τζώνη, ψψψ...

Άφαντος ο Τζώνης. Ο Γιαννάκης τότε άρπαξε κι αυτός το κλαρί και γλίστρησε κρατώντας το γερά ως τον κορμό του δέντρου κι απο κεί στη ρίζα του. Ετσι βρέθηκε στον ακάλυπτο. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ, κι ας έμενε μόλις στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας. Ηταν ένας κήπος κλει-στός γύρω γύρω απο τους πίσω τοίχους των πολυκατοικιών. Σ' ένα παρά-θυρο καθόταν ένα κοριτσάκι και τον κοίταζε.

—Γειά σου Γιαννάκη, του είπε.

—Γειά σου είπε ο Γιαννάκης. Εσένα πως σε λένε;

—Με λένε Μαριάννα. Σε βλέπω απο τον ακάλυπτο και ξέρω πως έ-χεις ένα γάτο. Θέλεις να γίνουμε φίλοι;

—Θέλω, είπε ο Γιαννάκης. Το γάτο μου τον λένε Τζώνη. Μήπως είδες πού πήγε; Δεν τον βλέπω πουθενά!

—Ισως μπήκε στο ατελιέ του κυρίου Ρομπέν, είπε η Μαριάννα. Πάμε να ρωτήσουμε.

—Τι θα πεί ατελιέ; ρώτησε ο Γιαννάκης. Και ποιός είναι ο κύριος Ρομπέν;

—Ατελιέ είναι το σπίτι του κυρίου Ρομπέν. Έχει ζωγραφιές αντί για έπιπλα, γι' αυτό το λένε έτσι. Ο κύριος Ρομπέν είναι ζωγράφος. Ζωγραφίζει συνέχεια δάση και γι' αυτό τον φωνάζω Ρομπέν των Δασών! Πάμε να δείς!

Και μ' έναν πήδο η Μαριάννα βρέθηκε στον ακάλυπτο και πήρε τον Γιαννάκη απο το χέρι και πήγανε σε μια πόρτα τζαμένια παραπέρα που ήταν δίπλα σε μια σειρά απο παράθυρα.

—Κύριε Ρομπέεεν! Φώναξε.

Ο κύριος Ρομπέν έτρεξε αμέσως ν' ανοίξει. Ηταν ένας ξανθός κύριος που φορούσε πράσινο σακκάκι γεμάτο μπογιές.

—Μήπως μπήκε στο σπίτι σας ένα γατάκι; ρώτησε η Μαριάννα.

Ο Γιαννάκης είδε τότε τον Τζώνη καθισμένο αναπαυτικά στο χώμα μιάς μεγάλης γλάστρας, να ξύνει το αυτί του.

—Δικό σας είναι το γατάκι αυτό; είπε ο κ. Ρομπέν. Έτσι όπως κάθησε μέσα στα φύλλα σκεφτόμουνα να το βλέπω και να το φτιάξω στη ζωγρα-φιά μου σαν τίγρη! Ζωγράφιζα μια ζούγκλα όταν μπήκε μέσα. Κοιτάξτε!

Εδειξε στα παιδιά τη ζωγραφιά μιας ωραίας ζούγκλας που είχε αρχίσει να φτιάχνει. Στη μέση θα έμπαινε η τίγρη. Στάθηκαν και τον έβλεπαν που σχεδίαζε το πρόσωπο της με χρώματα, ίδιο με του Τζώνη αλλά πολύ πιο άγριο. Ομως ο Τζώνης δεν είχε καμιά όρεξη να καθήσει φρόνιμος εκεί πέρα με τις ώρες για να ζωγραφίσει τίγρεις ο κ. Ρομπέν στα δάση του και κάποια στιγμή που δεν τον πρόσεχαν, δίνει ένα πηδο και βγαίνει έξω απο το άλλο παράθυρο, που έβλεπε στο δρόμο.

—Πω πώ, θα τον πατήσει κανένα αυτοκίνητο είπε ο κ. Ρομπέν και πετάχτηκε κι αυτός έξω απο την πόρτα με τα δυο παιδιά να τον ακολουθούν. Ο Τζώνης είχε περάσει απέναντι χωρίς να τον πατήσει αυτοκίνητο. Περνάνε κι αυτοί απέναντι, τρέχει παραπέρα κι ο Τζώνης. Περνάνε δυό τετράγωνα και φτάνουνε στο Πάρκο. Μπροστά ο Τζώνης, πίσω ο κ. Ρομπέν με τα παιδιά, φτάνουνε στην Παιδική Χαρά. Αρχίζει ο Τζώνης να σκαρφαλώνει στην τσουλήθρα, πίσω του και τα παιδιά. Πρώτος και καλύ-τερος ο Γιαννάκης κι η Μαριάννα δεύτερη. Πάει μετά στις κούνιες, στην τραμπάλα, στο αεροπλανάκι, στο κάστρο, στο καράβι,στο μύλο κι ο Γιαννάκης τον ακολουθεί χωρίς καθόλου να θυμηθεί ότι όλ' αυτά τα φοβότανε. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή κατέληξε ο Τζώνης στην αγκαλιά του Γιαννάκη με την καρδούλα του να χτυπάει δυνατά απο την τρεχάλα. Τον χάιδεψε και σε λίγο έκλεισε τα μάτια κι άρχισε τα γουργουρητά. Τότε ο Γιαννάκης τον έδωσε στη Μαριάννα που ήθελε να τον χαϊδέψει κι αυτή και ξαναγύρισε στην μεγάλη τσουλήθρα.

—Πάμε τώρα στο σπίτι, του είπε ο κ Ρομπέν.

—Οχι ακόμα φώναξε ο Γιαννάκης και δώστου έκανε τσουλήθρα.

Περίμεναν, περίμεναν, αλλά ο Γιαννάκης δεν σταματούσε την τσουλήθρα.

—Μα πώς κάνεις έτσι, είπε η Μαριάννα, λες και δεν έχεις ξανανέβει ποτέ σου σε τσουλήθρα!

—Δεν έχω ξανανέβει, φώναξε ο Γιαννάκης καθώς ανέβαινε ανάποδα. Και μου άρεσε πολύ!

—Αλλο πάλι και τούτο, είπε ο Ρομπέν. Τώρα όμως πρέπει να γυρίσουμε.

Ομως ο Γιαννάκης δεν άκουγε τίποτα. Και χρειάστηκε να του υποσχεθούν ότι θα ξανάρχοναν μετά το μεσημεριανό τους, για να δεχτεί να φύγει για το σπίτι, όπου τον περίμενε η Ειρήνη τρελλή απο αγωνία, γιατί δεν ήξερε τίποτα.

Την άλλη μέρα ήταν Σάββατο και η μαμά περίμενε το Γιαννάκη στο κρεββάτι της να του διαβάσει ένα καινούργιο βιβλίο. Ομως εκείνος ήρθε και τους ξύπνησε με φωνές, να σηκωθούν γρήγορα να πάνε στην Παιδική Χαρά. Χρειάστηκε βέβαια να φωνάξει πολύ για να τους πείσει, αλλά τελικά τα κατάφερε. Τραβώντας τους απο το χέρι έφτασε στην τσουλήθρα κι άρχισε τις τρέλλες, ενώ εκείνοι τον κοιτούσαν κατάπληκτοι και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα. Πέρασαν όλο το πρωί έτσι και το μεσημέρι βλέπουν να καταφθάνει ο κ. Ρομπέν με τη Μαριάννα κι ένα μεγάλο καλάθι με το πικ νικ τους.

—Να οι φίλοι μου, φώναξε ο Γιαννάκης και κατέβηκε απο την κούνια για να δείξει τη μαμά και το μπαμπά του στη Μαριάννα και τον κ. Ρομπέν

Κάθησαν όλοι μαζί να φάνε και διηγήθηκαν στους γονείς του Γιαννάκη όλη την ιστορία με τον Τζώνη. Το απόγευμα ο κ. Ρομπέν πήγε κι έφερε το καβαλέττο του και κάθησε να ζωγραφίσει παιδιά που πηδάνε στη ζούγκλα σαν τον Ταρζάν.

Από τότε κάθε Σαββατοκύριακο πήγαιναν όλοι μαζί βόλτες και τις άλλες μέρες ο κ. Ρομπέν έφερνε καμιά φορά τα παιδιά στο πάρκο κι ερχόταν κι η νονά του Γιαννάκη. Μόνο τον Τζώνη δεν ξανάφεραν γιατί τελικά προτιμούσε να μένει στο σπίτι και να βγαίνει βόλτα το πολύ ως τον ακάλυπτο.