Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Τζίντζερ καί Φρέντ.

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο παιδάκια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι που τούς άρεσε πολύ να χορεύουν όταν ήταν μαζί. Το αγοράκι το λέγανε Φρεντ και το κοριτσάκι το λέγανε Τζίντζερ. Μένανε το καθένα με τη δική του οικογένεια στην ίδια πολυκατοικία. Αυτή η πολυκατοικία είχε μια μεγάλη αυλή στρωμένη με ριγωτά πλακάκια και κει παίζανε όλα τα παιδιά που έμεναν στα διαμερίσματα της. Όταν τύχαινε, ο Φρεντ και η Τζίντζερ να βρεθούν μαζί στην αυλή, δεν έπαιζαν. Άρχιζαν αμέσως να χορεύουν. Τα παιχνίδια σταματούσαν τότε, γιατί όλοι κάθονταν και τους κοίταζαν. Χόρευαν πολύ όμορφα οι δυο τους. Χόρευαν συνεχώς. Μόνο όταν οι μαμάδες τους τούς φώναζαν ν' ανεβούν στο σπίτι σταματούσαν να χορεύουν. Καμιά φορά έμεναν στην αυλή και χόρευαν μέχρι το βράδυ. Τους άρεσε πολύ να χορεύουν μαζί οι δυο τους και δεν χόρευαν με κανένα άλλον.

Όταν μεγάλωσαν αρκετά για να πηγαίνουν σχολείο και τους καλούσαν σε πάρτι, φρόντιζαν να πηγαίνουν και οι δύο παρέα για να μπορούν να χορεύουν μαζί. Αν ο ένας από τους δύο έλειπε, τότε ο άλλος καθόταν σ' έναν καναπέ και δεν χόρευε καθόλου. Οι γονείς τους και οι άλλοι γνωστοί και φίλοι νόμιζαν πως αυτό ήταν μια παραξενιά πού θα τούς περνούσε με τον καιρό. Όμως τα παιδιά μεγάλωναν και τίποτα δεν άλλαζε. Χόρευαν πάντα όταν συναντιόντουσαν και τόσο όμορφα πού κάποια στιγμή τους πέρασε απ' το μυαλό να γίνουν χορευτές. Βέβαια, μετά σκέφτηκαν ότι δεν μπορούσαν να χορεύουν με άλλους κι έτσι εγκατέλειψαν την ιδέα.

Μόλις τέλειωσαν το Γυμνάσιο και το Λύκειο άρχισαν κι οι δύο να σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο. Εκεί έγινε μια μέρα ένας χορός για όλους τους φοιτητές. Τον διοργάνωσε μια μεγάλη δισκογραφική εταιρία, σε συνεργασία με μια μεγάλη εργολαβική εταιρία. Θα γινόταν και διαγωνισμός για το καλύτερο χορευτικό ζευγάρι και το πρώτο βραβείο θα ήταν ένα ολόκληρο σπίτι χτισμένο από την εργολαβική εταιρία, με όλα του τα έπιπλα, ακόμα και πικάπ και δισκοθήκη με όλους τους δίσκους της δισκογραφικής εταιρίας. Η Τζίντζερ και ο Φρεντ πήγανε μαζί στο χορό και κερδίσανε ομόφωνα το πρώτο βραβείο. Όταν τούς παρέδωσαν το κλειδί τού σπιτιού, ο πρόεδρος της δισκογραφικής και ο πρόεδρος της εργολαβικής εταιρίας, τούς είπαν ότι είναι πολύ ταιριαστό ζευγάρι και θα έπρεπε να παντρευτούνε. Οι ίδιοι μάλιστα προσφέρονταν να γίνουν κουμπάροι. Η Τζίντζερ και ο Φρεντ βρήκαν θαυμάσια την ιδέα γιατί αγαπιόντουσαν πολύ. Ο γάμος έγινε με μεγαλοπρέπεια και μεταδόθηκε στα διαφημιστικά προγράμματα και των δύο εταιριών. Ο χορός τού Ησαΐα ήταν απαράμιλλος. Όταν γύρισαν στο σπίτι, η Τζίντζερ και ο Φρεντ συνέχισαν να χορεύουν, αφού δεν υπήρχε τίποτα και κανένας πια για να τούς χωρίσουν. Το πικάπ έπαιζε συνέχεια. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν. Από τον πολύ χορό δεν τους έμενε καιρός να κάνουν τίποτε άλλο. Αδυνάτιζαν, πείνασαν, κουράστηκαν, στο τέλος έπεσαν κάτω εξαντλημένοι. Και τότε κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να μείνουν μαζί. Έπρεπε να χωρίσουν, αλλιώς θα χόρευαν συνέχεια.

Με όση δύναμη τής απέμενε, η Τζίντζερ σηκώθηκε, αποχαιρέτησε τον Φρεντ κι έφυγε με δάκρυα στα μάτια. Μετά από λίγα χρόνια, όταν τέλειωσε τις σπουδές της, παντρεύτηκε ξανά. Πήρε έναν άντρα που κέρδιζε πολλά λεφτά και πού δεν χόρευε ποτέ του. Αυτό ήταν το καλύτερο γιατί τής ήταν αδύνατον να χορέψει με κάποιον άλλον εκτός από τον Φρεντ. Ύστερα έκανε ένα παιδάκι και τού μάθαινε τα πάντα, εκτός από χορό.

Ο Φρεντ είχε μείνει μόνος του για πολλές μέρες στο σπίτι όταν η Τζίντζερ έφυγε. Εκεί τον ανακάλυψε η κόρη ενός εμπόρου εξωτικών φρούτων που την έστειλαν μ' ένα πανέρι ανανάδες για γαμήλιο δώρο. Μόλις τον είδε σ' αυτά τα χάλια, πεσμένο στο πάτωμα, άφησε αμέσως το πανέρι και πήγε κοντά του. Τον περιποιήθηκε ώσπου να γίνει καλά και σιγά σιγά τον αγάπησε. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκαν κι έκαναν και κείνοι ένα παιδάκι.

Έτσι η Τζίντζερ και ο Φρεντ ζούσαν για πρώτη φορά μακριά ο ένας από τον άλλον. Και κυλούσαν τα χρόνια. Περνούσαν αρκετά καλά και ήρεμα, αλλά τους έλειπε ο χορός. Το ξεχνούσαν πάντως γιατί έπρεπε να δουλεύουν συνεχώς για να θρέψουν την οικογένεια τους. Ύστερα τα παιδιά μεγάλωσαν κι έφτιαξαν και κείνα δικά τους σπίτια. Τότε η Τζίντζερ και ο Φρεντ είχαν καιρό τα βράδια να βγαίνουν έξω και να πηγαίνουν στις αίθουσες χορού. Έλπιζαν και οι δύο ότι μπορεί να συναντιόντουσαν καμιά φορά τυχαία, ήθελαν να μάθουν ο ένας για τον άλλον κι ήθελαν και να ξαναχορέψουν. Δεν χόρευαν όταν πήγαιναν στις αίθουσες χορού. Στέκονταν μόνο όρθιοι στην άκρη της πίστας και κοίταζαν τον κόσμο.

Ένα βράδυ η Τζίντζερ φόρεσε το μακρύ της άσπρο φουστάνι από οργαντίνα με τα φτερά στρουθοκαμήλου που φορούσε τη νύχτα του χορού, όταν είχαν κερδίσει με τον Φρεντ το βραβείο, και πήγε έτσι ντυμένη σε μια αίθουσα χορού. Κατά τύχη, το ίδιο βράδυ είχε φορέσει και ο Φρεντ το κοστούμι εκείνης της νύχτας και πήγε μόνος του στην ίδια αίθουσα χορού. Ήταν η τελευταία που είχε μείνει στην πόλη που δεν είχαν ακόμα πάει και οι δύο. Ο Φρεντ είχε φτάσει πρώτος. Στάθηκε στο βάθος της αίθουσας κι από κει είδε την Τζίντζερ να μπαίνει μέσα λίγα λεπτά μετά. Τη φώναξε γεμάτος χαρά και κείνη έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά του. Το πιάνο έπαιξε ένα τραγούδι παλιό. Άρχισαν να χορεύουν οι δύο του. Χόρεψαν ώρες πολλές, ώσπου η αίθουσα χορού έπρεπε να κλείσει πια. Τι ευτυχία ήταν αυτή, μετά από τόσα χρόνια!

Πριν αποχαιρετιστούν για να γυρίσουν στα σπίτια τους, σήκωσαν το κεφάλι και κοίταξαν τον ουρανό. Το φεγγάρι έλαμπε ολόγιομο. Τότε υποσχέθηκαν να συναντιούνται κάθε φορά που θα είχε πανσέληνο στην αίθουσα εκείνη και να χορεύουν ως το πρωί. Κι έτσι έκαναν. Από τότε έζησαν πολύ ευτυχισμένοι όλα τους τα χρόνια. Κι όλος ο κόσμος έτρεχε να τους δει όταν χόρευαν κάθε φορά που είχε πανσέληνο.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Γουγού Φακουλού και Σάλυ Σαλάτα.

—Πεινάμε, είπαν μια μέρα στη μαμά τους ο Σπύρος και ο Ντίνος. Θέλουμε να φάμε φακές!

—Πρωί πρωί φακές! είπε η μαμά.

—Δεν είναι πρωί, είναι απόγευμα είπα τα παιδιά.

—Ο ήλιος ακόμα δεν φάνηκε στο παράθυρο, είπε η μαμά.

—Φάνηκε όμως η Σάλυ, είπαν τα παιδιά, και μας έκανε νόημα με τον άνηθο!

Η μαμά σηκώθηκε παραξενεμένη από την καρέκλα του κομπιούτερ και πήγε στο παράθυρο, αλλά δεν είδε τίποτα εκτός από τα φύλλα της αράχνης του απέναντι μπαλκονιού που κουνιόντουσαν σαν πέπλα με τον αέρα.

—Δεν είναι σαλάτα, είναι η γλάστρα των απέναντι είπε η μαμά. Αν πεινάτε πάντως μπορείτε να φάτε γιαουρτάκια απο το ψυγείο!

—Οχι, θέλουμε φακές! είπαν τα παιδιά.

Φακές να σου τρέχουν τα σάλια στη μπλούζα
της Γουγούς! (Γ.Καφάτος)
Η μαμά κάθησε πάλι στην καρέκλα της και τους είπε μ' ένα γλυκό χαμόγελο:

—Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω να μαγειρεύω φακές! Φάτε τώρα το γιαουρτάκι με τα φρούτα και θα πάμε το μεσημέρι στο φαστφουντάδικο για σάντουϊτς.

—Οχι είπαν τα παιδιά, θα μαγειρέψουμε εμείς τις φακές και θα μας κόψει και λάχανο η Σάλλυ Σαλάτα!

—Ποιά είναι πάλι αυτή; ρώτησε η μαμά.

—Μια φίλη μας, είπαν τα παιδιά.

—Δεν φαντάζομαι να πιάσατε κουβέντα με καμία άγνωστη στο δρόμο;

—Ω όχι, ήρθε στη βεράντα πετώντας!

—Μπα, μήπως κρατούσε και μια ομπρέλλα σαν τη Μαίρη Πόππινς; ειρωνεύτηκε η μαμά.

—Οχι βέβαια, είπαν τα παιδιά, τι να την κάνει την ομπρέλλα, εδω πέρα δεν βρέχει! Κρατάει μόνο ότι της χρειάζεται για τη σαλάτα! Αγγουράκια, ντομάτες, τσιπς, τέτοια..

—Εχει και τσιπς η σαλάτα;


Σαλάτα και κατσαρόλα με φακές
 —Και τσιπς και καμιά φορά γαριδάκια και γαριδούλες, άνηθο, μαϊντανό, ρόκα και ανέμη. Και για να μην τα κουβαλάει όλα η Σάλλυ Σαλάτα, φοράει και μερικά. Η φούστα της είναι απο λάχανο, η ποδιά της απο ραδίκιο..

—Απο ραδίκια θέλεις να πείς.

—Οχι ραδίκιο, ένα κόκκινο μαρούλι δηλαδή και τα μαλλιά της άνηθος και μαϊντανός, κρεμμυδάκια φρέσκα και αντίδια.

—Πάει τρελλαθήκατε απο την πολλή τηλεόραση που βλέπετε, μου φαίνεται...

—Δεν την είδαμε στην τηλεόραση, αλλά στη βεράντα. Είπε ότι θα σε γνωρίσει και θα σε βοηθάει. Είναι φίλη όλων των μαμάδων που δεν ξέρουν να μαγειρεύουν!

—Κι ύστερα μας έφερε την αδερφή της, τη Γουγού τη Φακουλού και φάγαμε φακές στο τραπεζάκι της βεράντας, τότε που εσύ είχες βγεί και νόμιζες ότι βλέπουμε τηλεόραση.

—Δεν πιστεύω τίποτα, είπε η μαμά ανήσυχη.

—Τότε περίμενε και θα τις φωνάξουμε! είπαν τα παιδιά. Μόνο που πρέπει να κρυφτείς και να βγείς όταν σου πούμε!

—Ευτυχώς γιατί έχω κάτι να γράψω στο κομπιούτερ, είπε η μαμά.

—Κάτσε γράφε και θα σε ειδοποιήσουμε, είπαν τα παιδιά.

Η μαμά κάθησε στην καρέκλα του κομπιούτερ που στριφογύριζε σαν καρέκλα πιλότου και είχε στο μυαλό της να κρυφοκοιτάξει απο την κλειδαρότρυπα για να λύσει το μυστήριο της Γουγούς Φακουλούς και της Σάλυς, αλλά σε λίγη ώρα είχε τόσο πολύ αφοσιωθεί σ' αυτά που έγραφε, ώστε ξέχασε να σηκωθεί. Εγραφε, έγραφε κι έσβηνε και λιγάκι και ξανάγραφε, μέχρι που μια μυρωδιά απο φακές της γαργάλησε τη μύτη. Καημένη μαμά που συνέχεια γράφεις δύσκολα πράγματα στο κομπιούτερ! Ουτε που κατάλαβε στην αρχή περί τίνος επρόκειτο, στράβωσε λίγο τη μύτη της μερικές φορές και μύρισε γράφοντας τη δάφνη που σιγόβραζε μαζί με τις φακές, μύρισε τα κρεμμυδάκια και το σκόρδο, όλα μαζί στην ίδια κατσαρόλα και ξαφνικά θυμήθηκε, πετάχτηκε επάνω κι έτρεξε στην κουζίνα. Οι φακές ήταν έτοιμες, η σαλάτα κομμένη στο τραπέζι και τα παιδιά της την είδαν κι άρχισαν τα γέλια.

—Αχ μαμά, δεν πρόλαβες, είπε ο Ντίνος.

—Να έλα στο παράθυρο να τις δείς, είπε ο Σπύρος.

Η μαμά πήγε στο παράθυρο και τις είδε την ώρα που ετοιμάζονταν να στρίψουν πίσω απο τον τοίχο της γωνιακής πολυκατοικίας. Η Σάλυ Σαλάτα φορούσε ένα υπέροχο πορτοκαλοπράσινο σάλι και τα μαλλιά της ανέμιζαν γύρω απο το τσαχπίνικο και γελαστό μουτράκι της, αλλά η Γουγού η Φακουλού ήταν πολύ σοβαρή, ολοστρόγγυλη και δεν της ξέφευγε τρίχα. Η μαμά τις χαιρέτισε και κείνες κούνησαν το χέρι πριν χαθούν στη γωνία, η Σάλυ μάλιστα έκανε και μια ρεβεράντσα κι όλα της τα μαλλιά και τα κρόσια ανέμισαν γύρω της ώσπου χάθηκε πίσω απο τον τοίχο.

—Τις είδα, είπε θαμπωμένη η μαμά. Τι είναι αυτο που κρατάει η Γουγού Φακουλού στο χέρι; Η κουτάλα της;

—Δεν είνει κουτάλα είναι τηλεσκόπιο, είπε ο Ντίνος. Η Γουγού δεν φτιάχνει μόνο φακές αλλά και φακούς...

—Γιατί και οι φακές είναι σαν τους φακούς είπε ο Σπύρος.

—Και οι φακοί σαν τις φακές, είπε ο Ντίνος. Και με το τηλεσκόπιο κάθεται και κοιτάζει όλα τα σπίτια κι όπου δεί μαμά σαν εσένα, να μην ξέρει να μαγειρεύει φακές, πάει αμέσως να τη βοηθήσει!

—Σπουδαίο πράγμα οι φακοί, είπε η μαμά, που ήταν επιστήμων.

—Και οι φακές δεν πάνε πίσω! είπαν τα παιδιά.

Σερβιρίστηκε το φαγητό επιτέλους
Κάθησαν όλοι να φάνε. Οι φακές ήταν εξαίσιες και η σαλάτα καταπληκτική και η μαμά ρώτησε τα παιδιά τι θα έπρεπε να κάνουν για να ευχαριστήσουν τις δύο καλές τους φίλες


—Εχουμε φτιάξει ένα τραγούδι, είπαν τα παιδιά. Αυτό τους αρέσει, καθώς και η πρόσκληση για φασολάδα.

               Το τραγούδι

Τα μεσημέρια του χειμώνα

Η κοιλιά μας γουργουρίζει

Όταν μας αφήνουν μόνα

Και ο άνεμος σφυρίζει

Έρχονται δύο φιλενάδες

Με χεράκια σαν τα κρίνα

Μας ετοιμάζουν νοστιμάδες

Κι αχνίζει όλη η κουζίνα

Η Γουγού Φακουλού με το καφέ φουστάνι

Και η Σάλλυ Σαλάτα που μοιάζει με μποστάνι

Γουγού Φακουλού μην αγαπάς αλλού!

Κι εσύ Σάλλυ Σαλάτα, φέρε μας τα πιάτα!

—Τι θαυμάσιο τραγούδι, είπε η μαμά. Νομίζω πώς εσείς οι δύο, θα γίνετε ποιητές όταν μεγαλώσετε!

—Μπορεί και μάγειροι, είπαν τα παιδιά, μπουκωμένα...