Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

H ερωτευμένη κάμερα

Μια φορά ήταν μια κάμερα κρεμασμένη σε μια κολώνα στην Ομόνοια. Επρεπε μέρα νύχτα να κοιτάζει στο πεζοδρόμιο τους ανθρώπους που περνούσαν. Σε μια μεγάλη αίθουσα στα γραφεία των Τροχαίων, οι τροχο-νόμοι κοίταζαν έναν ολόκληρο τοίχο γεμάτο με τηλεοράσεις και βεβαιώ-νονταν ότι όλα πανε καλά στούς δρόμους της Αθήνας. Οι κάμερες συνέ-χεια, μέρα νύχτα έδειχναν τον κόσμο να περπατάει κι αν ποτέ γινόταν κανένα δυστύχημα, οι τροχαίοι το βλέπανε στις τηλεοράσεις και τρέχανε με τις μοτοσυκλέττες τους να βοηθήσουν τους χτυπημένους.

Τα πεζοδρόμια της Ομόνοιας ήταν πάντα γεμάτα ανθρώπους. Πάντα πλήθη περπατούσαν εκεί, βιαστικοί , σοβαροί, χιλιάδες άνθρωποι διάβαιναν κάθε μέρα, ασταμάτητα. Οι περισσότεροι φαίνονταν στην κάμερα κακόκεφοι και κουρασμένοι. Της φαινόταν ότι φορούσαν πολύ σκούρα ρούχα, ότι είχαν πολύ πιεσμένα χείλη. Αν την ρωτούσαν την κάμερα, θα τους έλεγε ότι τους βρίσκει χλωμούς και απεριποίητους, θα τους συμβούλευε να βάζουν πιο χαρούμενα ρούχα και να χαμογελάνε και λιγάκι. Ηταν μια κάμερα που είχε ονειρευτεί να γυρίζει σκηνές για τον κινηματογράφο, να αντικρύζει ωραίες ηθοποιούς και να ευφραίνεται και νάτηνα που βρέθηκε στην Ομόνοια, προσηλωμένη μέρα νύχτα στο στριμωγμένο πλήθος. Είχε αρχίσει να παθαίνει κατάθλιψη.

Μια μέρα η κάμερα είδε ένα πρόσωπο τελείως διαφορετικό απο αυτά που είχε συνηθίσει. Ηταν μια νέα κοπέλλα, πολύ λεπτή, πολύ όμορφη, που είχε μεν χλωμό πρόσωπο και φορούσε μια μαύρη μπλούζα, αλλά ήταν τόσο φωτεινή η χλωμάδα της, τόσο τρυφερός ο λαιμός της, τόσο κόκκινα τα χείλη της,που η κάμερα κόντεψε να τυφλωθεί. Την επόμενη στιγμή είχε ξεκολλήσει απο την κολώνα και ακολουθούσε την κοπέλλα στην Πατησίων. Την έβλεπε που περνούσε με χορευτικό βήμα τις διαβάσεις, στεκόταν απο πισω της όταν εκείνη σταματούσε σε καμιά βιτρίνα και στη στάση του Πολυτεχνείου, μπήκε μαζί της στο τρόλλεϋ για τα Πατήσια.

—Δική σας είναι η κάμερα; ρώτησε ο ελεγκτής την κοπέλλα. Πρέπει να της βγάλετε εισιτήριο!

—Δεν έχω ιδέα, είπε εκείνη.

—Μα είναι προσηλωμένη πάνω σας, είπε ο ελεγκτής.

Η κάμερα τρομοκρατημένη βγήκε στην πρώτη στάση απο το παράθυρο. Ακολούθησε το τρόλλεϋ ώσπου είδε την κοπέλλα να κατεβαίνει κι ύστερα την πήρε πάλι απο πίσω , ώσπου την είδε να μπαίνει σ΄ενα σπίτι. Η πόρτα έκλεισε κι η κάμερα έμεινε να βλέπει τα ντουβάρια. Πως θα μπορούσε να μπεί μέσα; Εψαξε να βρεί κανένα παράθυρο. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία, με ψηλούς ορόφους κι η κάμερα δυσκολεύτηκε να ανεβεί στο μπαλκόνι και να βρεί μια γωνιά τραβηγμένης κουρτίνας να κοιτάξει μέσα.

—Ωραίο σπίτι, είπε ο τροχαίος που κοιτούσε την εικόνα στην αίθουσα με τις τηλεοράσεις.

—Μα τι δουλειά έχει αυτή η κάμερα να δείχνει αυτό το σπίτι; ρώτησε ο συνάδελφος του. Αυτή ήταν στην Ομόνοια κι έδειχνε τους πεζούς στο πεζοδρόμιο!

—Θα απηύδησε φαίνεται να τους βλέπει και πήρε τους δρόμους,είπε ο πρώτος.

—Πρέπει να πας να τη φέρεις πίσω, είπε ο άλλος.

—Ας δούμε πρώτα τι κοιτάζει!

Ο τροχονόμος εκείνος έμεινε στην αίθουσα να παρακολουθεί την κάμερα. Είδε πρώτα την κουρτίνα του παράθυρου, ύστερα είδε την κοπέλλα που πλησίασε και κοίταξε παραξενεμένη. Άπλωσε το χέρι η κοπέλλα, τράβηξε την κουρτίνα και σταμάτησαν, η κάμερα και ο τροχονόμος , να την βλέπουν. Εν συνεχεία η κάμερα έμεινε εκεί, περιμενοντας μήπως και ξανατραβηχτεί η κουρτίνα.

—Τι παράξενο, σκέφτηκε ο τροχονόμος.

Κι αφού η Ομόνοια είχε μείνει χωρίς κάμερα, πήγε εκείνος την άλλη μέρα εκεί, να προσέχει τον κόσμο. Κατά το μεσημεράκι, νάσου και η κάμερα. Πήγαινε απο πίσω απο την όμορφη κοπέλλα και ούτε που του έδωσε σημασία.

—Που πάει αυτή η παλαβή; σκέφτηκε ο τροχονόμος και τις ακολούθησε κι εκείνος.

Η κοπέλλα πήγαινε στην Πλάκα. Πέρασαν την Αιόλου, όπου στάθηκαν και οι τρείς και χάζεψαν σ΄ολα τα καρροτσάκια, έφτασαν στο Μοναστηράκι, κι ανηφόρισαν την Αδριανού. Είχε ήλιο κι οι τουρίστες ήταν πολύ κεφάτοι. Ο κόσμος χαμογελούσε τυφλωμένος απο το φώς. Η κοπέλλα στάθηκε να αγοράσει ξηρούς καρπούς.

—Να σας κεράσω εγώ; είπε ο τροχονόμος.

—Μα τι συμβαίνει, γιατί με ακολουθείτε; τον ρώτησε εκείνη. Και τι είναι αυτή η κάμερα;

—Είναι μια κάμερα της τροχαίας, είπε ο τροχονόμος. Φαίνεται ότι σας ερωτεύτηκε καθώς περνούσατε απο την Ομόνοια. Η θέση της είναι στην Ομόνοια ξέρετε, αλλά την έχει εγκαταλείψει και σας ακολουθεί!

—Τι αστείο! είπε η κοπέλλα. Και τώρα τι θα γίνει;

—Θα σας κεράσω φυστίκια, αν θέλετε, είπε ο τροχονόμος. Η κοπέλλα ήθελε και έφαγαν φυστίκια και οι δύο. Τα φυστίκια τους έφεραν δίψα και κάθησαν να πιούν μια πορτοκαλάδα. Η κάμερα απο πίσω.

—Τι κάνουν αυτοί εκεί; αναρωτιόντουσαν στην Τροχαία.


Αυτοί εκεί αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν,αυτό έκαναν. Μόνο που ο τροχονόμος έχασε τη θέση του στην Τροχαία. Ε, δεν πειράζει, έγινε σκηνοθέτης. Γύριζε ταινίες με τη γυναίκα του πρωταγωνίστρια κι η κάμερα ήταν η πιό ευτυχισμένη από όλους, αφού μπορούσε να την κοιτάζει συνεχώς!




Εικονογράφηση τηςΝτανιέλας Σταματιάδη απο το βιβλίο "Παραμύθια για τα παιδιά της Αθήνας" στον Πατάκη

1 σχόλιο:

  1. Πολύ διασκεδαστικό και σουρεαλιστικό. Επίσης μου αρέσουν αυτά τα παιχνιδάκια δίπλα. ΜΠορεί να βρει κανείς τέτοια σήμερα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή