Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Ένα φιλί στου φλυτζανιού τα χείλη








Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν μια μαμά που είχε πέντε παιδιά και δεν προλάβαινε ποτέ να ξεκουραστεί απο τις δουλειές του σπιτιού. Συνέχεια έπλενε, μαγείρευε, ταχτοποιούσε κι όταν όλα ήταν ταχτικά, αντί να ξεκουραστεί, πήγαινε για ψώνια και έφερνε στο σπίτι πράγματα που χρειάζονταν μαγείρεμα και ξανάρχιζε απο την αρχή. Τα πρωϊνά έτρεχε στα δωμάτια ψάχνοντας να βρεί τα μπουφάν και πάντα κάποιο θα μπέρδευε και τα βράδυα περπατούσε στο σπίτι μέσα, διπλωμένη στα δύο απο την κούραση κι έτοιμη να θυμώσει με το παραμικρό.

—Λυπηθείτε με, έλεγε καμιά φορά στα παιδιά, μαζέψτε μόνοι σας τα πράγματα σας!

Αλλά τα παιδιά δεν καταλάβαιναν γιατί έπρεπε να τη λυπηθούν μαζεύοντας τα δικά τους πράγματα. Αφού εκείνα δεν τα πείραζε να είναι σκορπισμένα, τι την ένοιαζε τη μαμά; Κι έτσι δεν τα μάζευαν!

Στο τέλος τη λυπήθηκαν τα ίδια τα πράγματα. Μια μέρα τα πουλόβερ των παιδιών της εκεί που τα δίπλωνε με κουρασμένα χέρια, άρχισαν να ψιθυρίζουν το ένα στο άλλο:

"Δεν μπορώ πια ν΄αφήνω αυτή την κακομοίρα τη γυναίκα να με διπλώνει, όταν βλέπω πόσο πολύ κοντεύει κι η ίδια να διπλώσει απο την κούραση. Θα το κάνω μόνο μου! Μόλις με βγάζει ο γιός της θα πηγαίνω στο ντουλάπι και θα διπλώνομαι οικειοθελώς!

—Θα σε βοηθήσω και γώ, είπε το πουκάμισο που βρισκόταν με τα μανίκια χωμένα στα δικά του, γιατί το αγόρι που τα φορούσε τα είχε βγάλει και τα δυό μαζί. Θα τρέχω στην κρεμάστρα μέχρι να πείς κίμινο!


Το πεταμένο παντελόνι που άκουσε τη συζήτηση, αποφάσισε κι αυτό να συμμετέχει στην επιχείρηση και όλα τα ρούχα συμφώνησαν όταν έμαθαν τα καθέκαστα. Μόλις η μαμά έφυγε απο το σπίτι, δυό ζωηρά καλτσάκια έτρεξαν να πουν τα νέα στα πιατικά και τα κατσαρολικά, τα σεντόνια και τα παπλώματα, τα τραπεζομάντηλα και τις πετσέτες. Ολα μαζί αποφάσισαν να βοηθήσουν την κατάσταση κι άρχισαν αμέσως.

—Ελα βρυσούλα, άνοιξε λιγάκι, είπε ένα πιατάκι στη βρύση, και σύ σαπουνάκι στάξε μια σταγονίτσα, και σύ σφουγγάρι, έλα να μας τρίψεις, να βοηθήσουμε την καημένη τη μαμά των παιδιών!
!

Βοήθησε κι η βρύση, το σαπούνι και το σφουγγαρι. Όλα τα άπλυτα φλυτζάνια του πρωϊνού, πλύθηκαν μόνα τους, σκουπίστηκαν και πήγαν ωραία ωραία στο ντουλάπι. Το τραπεζομάντηλο τινάχτηκε στο μπαλκόνι και μάλιστα κάλεσε τα πουλιά της περιοχής να φάνε τα ψίχουλα του, με μια σειρά απο χαριτωμένους και πολύ εύγλωτους κυματισμούς. Οταν γύ-ρισε η μαμά στο σπίτι τα βρήκε όλα έτοιμα. Παραξενεύτηκε, αλλά σκέ-φτηκε ότι θα είχε ξεχάσει πώς τα τακτοποίησε κι άρχισε το μαγείρεμα. Μετά απο δυό ώρες που βγήκε ξανά έξω, για να πάρει τα παιδιά απο το σχολείο, όλα τα λερωμένα σκεύη πλύθηκαν μόνα τους, το τραπέζι στρώ-θηκε, κι έμενε μόνο να σερβιριστεί το φαγητό.

—Κάτι παράξενο συμβαίνει, σκέφτηκε η μαμά, όταν γύρισε και τα είδε όλα έτοιμα, αλλά δεν προλάβαινε να το ερευνήσει, έπρεπε αμέσως να πάει τα παιδιά στο μπάνιο και να πλύνει τα χέρια τους.

Μόλις τέλειωσαν το φαί οι μικροί ήθελαν να της δείξουν κάτι ζωγραφιές που είχαν φέρει απο το Σχολείο κι ώσπου να γυρίσει η μαμά στην κουζίνα τα πιάτα είχαν μαζευτεί και πλένονταν μόνα τους. Πλησιάζει στο νεροχύτη και τι να δεί: Το νερό έτρεχε και τα σφουγγάρια χόρευαν και τα πιάτα έχυναν τα σαπούνια με απαλές κινήσεις κι ύστερα σα μπαλαρινούλες, πήγαιναν στάζοντας στην πιατοθήκη, κι έμπαιναν στη σειρά να στεγνώσουν. Έτριψε τα μάτια της η μαμά, γιατί νόμισε πως ονειρευόταν και πήγε στην κρεββατοκάμαρα των θυγατέρων της, όπου είδε όλα τα ρούχα που είχαν πετάξει μπαίνοντας, να σηκώνονται και ήσυχα να τακτοποιούνται σα στρατιωτάκια στα ράφια.

—Τι γίνεται εδώ, φώναξε η μαμά.

Τα παιδιά κοίταξαν γύρω τους και δεν είδαν τίποτα παράξενο, εκτός απο μιά ντουλάπα που έκλεινε μόνη της και τις κάλτσες τους που έτρεχαν να μπούν στα παππούτσια. Ετσι είναι τα παιδιά, δεν παραξενεύονται που γίνονται μόνα τους όσα πράγματα βαριούνται να κάνουν αυτά.

—Θα τρελλαθώ, είπε η μαμά.



Αλλά δεν τρελλάθηκε. Κάθε άλλο μάλιστα. Μετά απο λίγες μέρες, όταν όλα τα πράγματα είχαν μάθει στην εντέλεια τη δουλειά τους, κι όλα γίνονταν μέσα στο σπίτι χωρίς να χρειάζεται να κουράζεται, άρχισε να εί-ναι πολύ πιο κεφάτη και καλή. Κοιμόταν καλύτερα, ομόρφηνε, είχε ιδέες για παιχνίδια και καθόταν κι έπαιζε, πήγαινε τα παιδιά βόλτες, τους έλεγε αστείες ιστορίες, τους τραγουδούσε νανουρίσματα τα βράδυα, ντυνόταν πρόσχαρα, χτενιζόταν προσεχτικά, έγινε ευχάριστη με τους φίλους τους, οργάνωνε συναντήσεις. Με δυό λόγια περνούσαν θαυμάσια. Το σπίτι τους είχε γίνει παράδεισος, και παρ' όλ' αυτά για πρώτη φορά κατάφεραν να οργανώσουν ωραίες εκδρομές στις εξοχές και περιηγήσεις στην πόλη.

—Ολ' αυτά χάρη σε σάς, είπε μια μέρα η μαμά πιάνοντας στο χέρι ένα φλυτζάνι και μέσα στην ευτυχία της, το φίλησε στα χείλη πριν το ακουμπήσει πάλι στο πιατάκι του.

Το φλυτζάνι κοκκίνησε απο χαρά, αλλά μόλις έμεινε μόνο του με τα άλλα φλυτζάνια, άρχισε η γκρίνια.

—Γιατί να φιλήσει μόνο εσένα; είπε ένα πιάτο παρεξηγημένο. Βοηθάμε όλα το ίδιο!

—Εγώ κάνω την περισσότερη δουλειά, είπε εκείνο. Πίνει συνέχεια καφέδες και μ' αγαπάει, γιατί είμαι το δικό της!

—Δε νομίζω να σ' αγαπάει περισσότερο απο μένα, που είμαι το αγα-πημένο πιάτο της, είπε ένα πιάτο.

—Σιγά τον πολυέλαιο, είπε ένα άλλο.

—Τι συμβαίνει; είπε ο πολυέλαιος, θιγμένος.

Αρχισε ένας καυγάς τρομερός. Πιάτα και ποτήρια έκαναν τόση φασαρία, που οι γείτονες ανέβηκαν να παραπονεθούν. Χτύπησαν το κουδούνι, αλλά κανείς δεν τους άνοιξε. Μέσα στο σπίτι γινόταν χαμός. Ακόμα και τα ήσυχα ρούχα είχαν βγεί απο τα ντουλάπια τους και προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τα πράγματα, αλλά μάταια. Καθώς η οικογένεια έλειπε σε μια μακρινή βόλτα, οι γείτονες ανησύχησαν και κάλεσαν την αστυνομία. Οταν γύρισε η μαμά με τα παιδιά, βρήκαν την πόρτα τους ανοιχτή και τους γείτονες να ψάχνουν για θύματα μέσα σε σωρούς απο σπασμένα πιάτα.

—Ω, τα καλά μου τα γυαλικά, είπε η μαμά κλαίγοντας.

Μάζεψαν ότι είχε απομείνει και το έβαλαν στη θέση του. Από τότε κανένα πράγμα μέσα στο σπίτι δεν κουνήθηκε μόνο του. Τα παιδιά ανησύχησαν όμως, μήπως χάσουν τις ωραίες εκδρομές τους, τα παραμύθια τους, τα τραγούδια τους κι όλο το κέφι και την ομορφιά που είχε βασιλέ-ψει. Αποφάσισαν να βάλουν κι αυτά ένα χεράκι στη τακτοποίηση και τα πλυσίματα κι έτσι η μαμά δεν πρόλαβε να κουραστεί. Μοιρασμένη στα έξη η δουλειά ήταν αστεία. Συνέχισαν να περνάνε καλά κι ωραία κι αγαπημένα, ώσπου μεγάλωσαν και φύγανε να φτιάξουνε δικά τους σπίτια.



Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Ο Γιαννάκης και ο Τζώνης

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι που το λέγανε Γιαννάκη. Έμενε με το μπαμπά του και τη μαμά του σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη που είχε ένα μπαλκόνι μπροστά και δύο παράθυρα στον ακάλυπτο. Οι γονείς του δούλευαν απο το πρωί ως το βράδυ, κάθε μέρα, εκτός απο το Σάββατο και την Κυριακή. Εκείνος έμενε στο σπίτι με την κοπέλλα που την έλεγαν Ειρήνη. Περνούσε την ημέρα του βλέποντας τηλεόραση και περίμενε το Σάββατο ανυπόμονα. Σάββατο πρωί έτρεχε με τα βιβλία του στο κρεββάτι του μπαμπά και της μαμάς κι άρχιζαν τα παραμύθια.

—Ας πάμε καμιά βόλτα Γιαννάκη, λέγανε κάθε τόσο οι γονείς του. Να παίξεις στην Παιδική Χαρά!

—Προτιμώ να μείνουμε εδώ και να διαβάζουμε παραμύθια έλεγε ο Γιαννάκης. Κι οι γονείς του άλλο που δεν ήθελαν, έτσι κουρασμένοι που ήταν απο τη δουλειά.

Μια μέρα πήγε η νονά του και τον πήρε να τον πάει βόλτα. Της άρε-σαν οι βόλτες της νονάς, βαριόταν να μένει μέσα. Τον πήγε γραμμή στην Παιδική Χαρά.

—Σ' αρέσει η τσουλήθρα Γιαννάκη;

—Οχι είπε ο Γιαννάκης.

—Η τραμπάλα;

—Οχι!

—Ο μύλος;

—Οχι!

—Μα τι θέλεις να κάνουμε εδώ που ήρθαμε;

—Να καθήσουμε στο παγκάκι και να μου πείς παραμύθι!

—Αυτό είναι μεγάλη χαζομάρα, είπε η νονά. Τα παραμύθια τα λένε στα σπίτια!

—Τότε πάμε στο σπίτι!

—Ε, όχι δα!

Τότε ο Γιαννάκης άρχισε να κλαίει κι η νονά τι να κάνει; Κάθησε στο παγκάκι κι επειδή δεν ήξερε παραμύθια, τον έβαλε να της πεί αυτός ένα.



Όταν έφτασαν τα γενέθλια του Γιαννάκη, η νονά πήγε και του αγόρασε ένα καταπληκτικό κάστρο για δώρο. Το έφτιαξε ένα ωραίο πακέτο με φιόγκο και μπήκε στο τρόλλεϋ να πάει στο σπίτι του. Μόνο που όταν κατέβηκε απο το τρόλλεϋ ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει μέσα το πακέτο!

—Πώ πώ, τι θα κάνω τώρα; αναρωτιόταν. Πώς θα πάω επίσκεψη στο βαφτιστήρι μου;

Εκείνη τη στιγμή άκουσε ένα άλλο κλάμμα χαμηλά στο πεζοδρόμιο. Σκύβει και τι να δεί; Ενα μικρούτσικο γατάκι, χωμένο μέσα στο παρτέρι με τους θάμνους, έκλαιγε γιατί είχε χάσει τη μαμά του.

—Τι ομορφούλι γατάκι, σκέφτηκε η νονά. Θα το πάρω αυτό για δώρο στο Γιαννάκη.

Το έπιασε λοιπόν προσεχτικά απο το σβέρκο, όπως πιάνουν τα γατάκια οι μαμάδες τους, το ακούμπησε στο μπράτσο της και το χάιδεψε στ' αυτάκια του. Κι εκείνο άρχισε αμέσως να γουργουρίζει.

Ο Γιαννάκης ενθουσιάστηκε με το γατάκι.

—Πως θα το ονομάσεις; ρώτησε η νονά.

—Θα το ονομάσω Γιαννάκη, είπε ο Γιαννάκης.

—Τότε να το φωνάζεις Τζώνη, είπε η νονά. Είναι το όνομα σου στα αγγλικά κι έτσι δεν θα σας μπερδεύουν.

Πραγματικά, δεν τους μπέρδευαν. Ο Γιαννάκης ήταν το παιδί και ο Τζώνης ήταν το γατί. Έκαναν θαυμάσια παρέα.



Μια μέρα ο Τζώνης είχε ανέβει στην κουρτίνα του σαλονιού και την έσκιζε με τα νύχια του. Η Ειρήνη του έβαλε τις φωνές και τον κατέβασε απο κεί, τότε εκείνος τρέχοντας πήγε στο δωμάτιο του Γιαννάκη και σκαρφάλωσε στη δική του κουρτίνα. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό κι όταν κατέβηκε δεν πήδησε στο πάτωμα αλλά στο περβάζι. Εκεί ακουμπούσε ένα χοντρό κλαρί απο ένα δέντρο που φύτρωνε στον ακάλυπτο. Το γατί άρπαξε το κλαρί και γρήγορα σαν αστραπή κατέβηκε κάτω. Ο Γιαννάκης πλησίασε στο πατράθυρο και τον φώναξε:

—Τζώνη, Τζώνη, ψψψ...

Άφαντος ο Τζώνης. Ο Γιαννάκης τότε άρπαξε κι αυτός το κλαρί και γλίστρησε κρατώντας το γερά ως τον κορμό του δέντρου κι απο κεί στη ρίζα του. Ετσι βρέθηκε στον ακάλυπτο. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ, κι ας έμενε μόλις στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας. Ηταν ένας κήπος κλει-στός γύρω γύρω απο τους πίσω τοίχους των πολυκατοικιών. Σ' ένα παρά-θυρο καθόταν ένα κοριτσάκι και τον κοίταζε.

—Γειά σου Γιαννάκη, του είπε.

—Γειά σου είπε ο Γιαννάκης. Εσένα πως σε λένε;

—Με λένε Μαριάννα. Σε βλέπω απο τον ακάλυπτο και ξέρω πως έ-χεις ένα γάτο. Θέλεις να γίνουμε φίλοι;

—Θέλω, είπε ο Γιαννάκης. Το γάτο μου τον λένε Τζώνη. Μήπως είδες πού πήγε; Δεν τον βλέπω πουθενά!

—Ισως μπήκε στο ατελιέ του κυρίου Ρομπέν, είπε η Μαριάννα. Πάμε να ρωτήσουμε.

—Τι θα πεί ατελιέ; ρώτησε ο Γιαννάκης. Και ποιός είναι ο κύριος Ρομπέν;

—Ατελιέ είναι το σπίτι του κυρίου Ρομπέν. Έχει ζωγραφιές αντί για έπιπλα, γι' αυτό το λένε έτσι. Ο κύριος Ρομπέν είναι ζωγράφος. Ζωγραφίζει συνέχεια δάση και γι' αυτό τον φωνάζω Ρομπέν των Δασών! Πάμε να δείς!

Και μ' έναν πήδο η Μαριάννα βρέθηκε στον ακάλυπτο και πήρε τον Γιαννάκη απο το χέρι και πήγανε σε μια πόρτα τζαμένια παραπέρα που ήταν δίπλα σε μια σειρά απο παράθυρα.

—Κύριε Ρομπέεεν! Φώναξε.

Ο κύριος Ρομπέν έτρεξε αμέσως ν' ανοίξει. Ηταν ένας ξανθός κύριος που φορούσε πράσινο σακκάκι γεμάτο μπογιές.

—Μήπως μπήκε στο σπίτι σας ένα γατάκι; ρώτησε η Μαριάννα.

Ο Γιαννάκης είδε τότε τον Τζώνη καθισμένο αναπαυτικά στο χώμα μιάς μεγάλης γλάστρας, να ξύνει το αυτί του.

—Δικό σας είναι το γατάκι αυτό; είπε ο κ. Ρομπέν. Έτσι όπως κάθησε μέσα στα φύλλα σκεφτόμουνα να το βλέπω και να το φτιάξω στη ζωγρα-φιά μου σαν τίγρη! Ζωγράφιζα μια ζούγκλα όταν μπήκε μέσα. Κοιτάξτε!

Εδειξε στα παιδιά τη ζωγραφιά μιας ωραίας ζούγκλας που είχε αρχίσει να φτιάχνει. Στη μέση θα έμπαινε η τίγρη. Στάθηκαν και τον έβλεπαν που σχεδίαζε το πρόσωπο της με χρώματα, ίδιο με του Τζώνη αλλά πολύ πιο άγριο. Ομως ο Τζώνης δεν είχε καμιά όρεξη να καθήσει φρόνιμος εκεί πέρα με τις ώρες για να ζωγραφίσει τίγρεις ο κ. Ρομπέν στα δάση του και κάποια στιγμή που δεν τον πρόσεχαν, δίνει ένα πηδο και βγαίνει έξω απο το άλλο παράθυρο, που έβλεπε στο δρόμο.

—Πω πώ, θα τον πατήσει κανένα αυτοκίνητο είπε ο κ. Ρομπέν και πετάχτηκε κι αυτός έξω απο την πόρτα με τα δυο παιδιά να τον ακολουθούν. Ο Τζώνης είχε περάσει απέναντι χωρίς να τον πατήσει αυτοκίνητο. Περνάνε κι αυτοί απέναντι, τρέχει παραπέρα κι ο Τζώνης. Περνάνε δυό τετράγωνα και φτάνουνε στο Πάρκο. Μπροστά ο Τζώνης, πίσω ο κ. Ρομπέν με τα παιδιά, φτάνουνε στην Παιδική Χαρά. Αρχίζει ο Τζώνης να σκαρφαλώνει στην τσουλήθρα, πίσω του και τα παιδιά. Πρώτος και καλύ-τερος ο Γιαννάκης κι η Μαριάννα δεύτερη. Πάει μετά στις κούνιες, στην τραμπάλα, στο αεροπλανάκι, στο κάστρο, στο καράβι,στο μύλο κι ο Γιαννάκης τον ακολουθεί χωρίς καθόλου να θυμηθεί ότι όλ' αυτά τα φοβότανε. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή κατέληξε ο Τζώνης στην αγκαλιά του Γιαννάκη με την καρδούλα του να χτυπάει δυνατά απο την τρεχάλα. Τον χάιδεψε και σε λίγο έκλεισε τα μάτια κι άρχισε τα γουργουρητά. Τότε ο Γιαννάκης τον έδωσε στη Μαριάννα που ήθελε να τον χαϊδέψει κι αυτή και ξαναγύρισε στην μεγάλη τσουλήθρα.

—Πάμε τώρα στο σπίτι, του είπε ο κ Ρομπέν.

—Οχι ακόμα φώναξε ο Γιαννάκης και δώστου έκανε τσουλήθρα.

Περίμεναν, περίμεναν, αλλά ο Γιαννάκης δεν σταματούσε την τσουλήθρα.

—Μα πώς κάνεις έτσι, είπε η Μαριάννα, λες και δεν έχεις ξανανέβει ποτέ σου σε τσουλήθρα!

—Δεν έχω ξανανέβει, φώναξε ο Γιαννάκης καθώς ανέβαινε ανάποδα. Και μου άρεσε πολύ!

—Αλλο πάλι και τούτο, είπε ο Ρομπέν. Τώρα όμως πρέπει να γυρίσουμε.

Ομως ο Γιαννάκης δεν άκουγε τίποτα. Και χρειάστηκε να του υποσχεθούν ότι θα ξανάρχοναν μετά το μεσημεριανό τους, για να δεχτεί να φύγει για το σπίτι, όπου τον περίμενε η Ειρήνη τρελλή απο αγωνία, γιατί δεν ήξερε τίποτα.

Την άλλη μέρα ήταν Σάββατο και η μαμά περίμενε το Γιαννάκη στο κρεββάτι της να του διαβάσει ένα καινούργιο βιβλίο. Ομως εκείνος ήρθε και τους ξύπνησε με φωνές, να σηκωθούν γρήγορα να πάνε στην Παιδική Χαρά. Χρειάστηκε βέβαια να φωνάξει πολύ για να τους πείσει, αλλά τελικά τα κατάφερε. Τραβώντας τους απο το χέρι έφτασε στην τσουλήθρα κι άρχισε τις τρέλλες, ενώ εκείνοι τον κοιτούσαν κατάπληκτοι και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα. Πέρασαν όλο το πρωί έτσι και το μεσημέρι βλέπουν να καταφθάνει ο κ. Ρομπέν με τη Μαριάννα κι ένα μεγάλο καλάθι με το πικ νικ τους.

—Να οι φίλοι μου, φώναξε ο Γιαννάκης και κατέβηκε απο την κούνια για να δείξει τη μαμά και το μπαμπά του στη Μαριάννα και τον κ. Ρομπέν

Κάθησαν όλοι μαζί να φάνε και διηγήθηκαν στους γονείς του Γιαννάκη όλη την ιστορία με τον Τζώνη. Το απόγευμα ο κ. Ρομπέν πήγε κι έφερε το καβαλέττο του και κάθησε να ζωγραφίσει παιδιά που πηδάνε στη ζούγκλα σαν τον Ταρζάν.

Από τότε κάθε Σαββατοκύριακο πήγαιναν όλοι μαζί βόλτες και τις άλλες μέρες ο κ. Ρομπέν έφερνε καμιά φορά τα παιδιά στο πάρκο κι ερχόταν κι η νονά του Γιαννάκη. Μόνο τον Τζώνη δεν ξανάφεραν γιατί τελικά προτιμούσε να μένει στο σπίτι και να βγαίνει βόλτα το πολύ ως τον ακάλυπτο.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Το γυάλινο σπίτι

Μιά φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' ένα πέτρινο μεγάλο σπίτι ένας πα-ράξενος άνθρωπος. Δεν ήθελε καθόλου να τον βλέπουν, γι αυτό είχε πάντα κλειστά τα παράθυρα του. Όταν έβγαινε απο το σπίτι του φορούσε πανωφόρι με ψηλό γιακά, καπέλλο και γυαλιά για να κρύβεται. Δεν είχε φίλους, γιατί ήταν κακότροπος και συνεχώς μάλωνε όσα παιδιά έπαιζαν μπροστά στην πόρτα του, ή κάθονταν να ξεκουραστούν στα σκαλοπάτια.

Του άρεσε πολύ να κάνει τον άγριο στα παιδιά. Κι όταν τον κοιτούσαν παραξενεμένα και στεναχωρημένα, τότε ακόμα πιο άσχημα τα μάλωνε. Βλέπετε τα παιδιά είναι μικρά και φοβούνται τις φωνές των μεγάλων. Συνήθως τρώνε τις κατσάδες χωρίς να τολμήσουν να θυμώσουν κι αυτά.

Καμια φορά ωστόσο θυμώνουν αντί γι αυτά οι πατεράδες τους ή οι μανάδες τους, ή οι νεράιδες τους. Τα παιδιά σε κείνη την πόλη είχαν μια φίλη νεράιδα πολύ παιχνιδιάρα που είχε θυμώσει με τον παράξενο άνθρωπο. Αποφάσισε να τον τιμωρησει. Τι τιμωρία να του βάλει; Το σκεφτόταν. Πρόσεξε πώς κλειδωνόταν, πώς τραβούσε τις κουρτίνες. "Θα του τραβήξω καμιά μέρα το παλτό", έλεγε μέσα της, "ή μήπως είναι καλύτερα να του φυσήξω μακριά το καπέλλο;" Δέν αποφάσιζε όμως τι από τα δύο θα έκανε. Ετσι περνούσαν οι μέρες.

Ενα πρωινό τά παιδιά είχαν ανέβει σ' ένα δέντρο κι από κεί κοιτούσαν μέσα στο σπίτι του παράξενου ανθρώπου Αυτός μόλις τους είδε έτρεξε κάτω και τους φώναξε να κατέβουν αμέσως. Τα παιδιά φοβισμένα ανέβηκαν ακόμη πιό ψηλά.

—Παληόπαιδα κατεβείτε αμέσως από κει, γιατί αλλοιώς θά φέρω τσεκούρι να κόψω τό δέντρο, τους φώναξε.

Η νεράιδα που τα άκουγε καί τα έβλεπε όλα αυτά έγινε έξαλλη από θυμό.

—Ωστε έτσι λοιπόν κύριε; φώναξε. Θέλεις να κόψεις το δέντρο, εε; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις! Θα κάνω το σπίτι σου ολόκληρο γυάλινο! Να δούμε τότε πού θα μπορέσεις να κρυφτείς!

Και λέγοντας αυτά, φανερώθηκε στο δρόμο με τα υπέροχα ξανθά μαλλιά της και τό ωραίο πρόσωπο της πού ήταν όμως πολύ θυμωμένο, έβγαλε από την τσάντα της ένα μαγικό ραβδί και το άπλωσε στο σπίτι, κλείνοντας τα μάτια και προφέροντας λέξεις μαγικές. Και τότε έγινε κάτι απίστευτο. Όλες οι πέτρες και τα ξύλα και τα τούβλα και οι μπογιές και τα κεραμίδια του σπιτιού, όλα μα όλα, οι τοίχοι και τα έπιπλα καί οι κουρτίνες και οι σκάλες, ολόκληρο το θεόκλειστο σπίτι του παράξενου ανθρώπου έλαμψε από παντού. Εγινε ολόκληρο διαφανές, ως την πιό μικρή του γωνίτσα. Oι τοίχοι είχανγίνει κρυστάλλινοι, οι ντουλάπες και τα κρεββάτια είχαν πάρει ένα ελαφρό καφέ διαφανές χρώμα, οι κουρτίνες όλες γίνανε σαν χοντρό σελλοφάν. Ο παράξενος άνθρωπος γύρισε και κοίταξε το σπίτι και μόλις το είδε έτσι γυάλινο τον έπιασε μεγάλη τρομάρα. Δεν είχε δει τίποτα πιό παράξενο στη ζωή του. Δεν πίστευε στα μάτια του και γι αυτό όρμησε στο σπίτι και με δυσκολία βρήκε την πόρτα σε τόση διαφάνεια, μπήκε μεσα, ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας και χώθηκε κάτω από το κρεββάτι του.

Ολη αυτή την ώρα τον έβλεπαν από παντού και μικροί μεγάλοι γελούσαν σαν τρελλοί. Τότε εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και τούς είδε καθαρά όλους μέσα από το διάφανο κρεββάτι και τους διάφανους τοίχους του σπιτού. Από παντού φαινόταν το καθετί, όπως σε μιά γυάλα με χρυσόψαρα.

Tι να κάνει; Πού να πάει; Φίλους δεν είχε, να τον λυπηθούν. Φόρεσε το καπέλλο του και βγήκε πάλι έξω, στο δρόμο μαζί με τους ανθρώπους που στέκονταν και κοίταζαν το σπίτι του.

—Σπουδαίο γυάλινο οικοδόμημα, έλεγε ο ένας. Έτσι μούρχεται να ρίξω μια πέτρα!

—Κρίμα, είναι πολύ πρωτότυπο, μην το χαλάς, είπε ένας άλλος. Πρέπει το κράτος να το ανακηρύξετε Μουσείο Κρυστάλλου!

—Α, όχι, φώναξε ο παράξενος άνθρωπος. Είναι το σπίτι μου!

—Μπα και πώς τα καταφέρατε να το φτιάξετε έτσι, τον ρώτησε κάποιος άλλος. Συνήθως στα γυάλινα σπίτια βλέπουν οι απομέσα, όχι οι απέξω!

Δώστου πάλι γέλια και κοροϊδίες. Μια κοπέλλα όμως τον λυπήθηκε. Ήρθε και στάθηκε δίπλα και του είπε ψιθυριστά.

—Έχω μια ιδέα γι αυτό το σπίτι. Γεμίστε το με γλάστρες! Τα φυτά θα μεγαλώσουν γρήγορα με το φώς και θα καλύψουν τους τοίχους!

—Θ' αργήσουν, είπε ο παραξενος άνθρωπος.

Αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Άρχισε λοιπόν αμέσως να φυτεύει φυτά όλων των ειδών σε γλάστρες. Οι γείτονες τον βοήθησαν με ρίζες, σπόρους και κλαράκια. Τους άρεσε πολύ η ιδέα ενός θερμοκηπίου στην περιοχή. Πιό πολύ απ' ολους τον βοήθησε η όμορφη κοπέλλα. Ο άνθρωπος φύτευε λουλούδια γιά πρώτη φορά στη ζωή του και του άρεσε πολύ αυτή η δουλειά παρόλο που μαυρίζει τόσο πολύ τα νύχια. Φυτεύανε όλη τη μέρα καί το βράδυ έπεσε για ύπνο πολύ κουρασμένος. Την άλλη μέρα συνέχισε να φυτεύει μαζί με την όμορφη γειτόνισσα. Όμως τα φυτά δε θέλουνε μόνο φύτεμα. Θέλουνε και φροντίδα. Στον παράξενο άνθρωπο δεν έμενε καθόλου καιρός να σκέφτεται τις παραξενιές του.


Σε λίγες μέρες πρόσεξε ότι τα φυτά μεγαλώνουν πολύ γρήγορα όταν βρίσκονται σ' ένα γυάλινο σπίτι καθώς καί ότι η γειτόνισσα του ήταν το ομορφότερο κορίτσι που είχε δεί ποτέ. Πολύ του άρεσε να παίρνει απο τα χέρια της τις ρίζες με το χώμα τους, να κρατάει εκείνος τη γλάστρα καθώς εκείνη ζούπαγε μέσα το φυτό και μετά να τακτοποιούν μαζί και οι δύο το χώμα γύρω–γύρω...

Θάθελε να μην τέλειωνε ποτέ το φύτεμα για να μείνει συνέχεια κοντά του, να τον βοηθάει η όμορφη κοπέλλα. Ηταν πολύ ευτυχισμένος. Ευγνωμονούσε σχεδόν τη νεράιδα που τού είχε κανει το σπίτι διάφανο.

Όμως όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν κάποτε. Μια μέρα το σπίτι βρέθηκε τόσο πολύ γεμάτο με γλάστρες και φυτά, που σχεδόν δεν έμπαινε πια φώς μέσα. Τότε η όμορφη κοπέλλα έδωσε στον άνθρωπο οδηγίεs για να περιποιείται τα λουλούδια και γύρισε σπίτι της. Εκείνος έμεινε πάλι μόνος του αλλά τώρα είχε όλα αυτά τα φυτά να φροντίζει. Σηκωνόταν νωρίς το πρωί και δούλευε όλη μέρα με τα δέντρα και τα λουλούδια του, έτσι ώστε να τα βλέπει η όμορφη γειτόνισσα του όποτε περνούσε από κει. Πραγματικά οι γλάστρες πήγαιναν καλά, τα φυτά μεγάλωναν τόσο πολύ και το γυάλινο σπίτι έγινε τόσο όμορφο ώστε ερχόταν από μακριά κόσμος να τα θαυμάσει. Πάντως, όσο και να δούλευε ο άνθρωπος που ήταν κάποτε παράξενος, δεν μπορούσε να ξεχάσει την όμορφη κοπέλλα. Στο τέλος αναγκάστηκε να παραδεχτεί οτι ήταν ερωτευμένος μαζί της.

Συζήτησε λοιπόν το θέμα με τους γείτονες του–που στο μεταξύ είχαν γίνει φίλοι– και τελικά το αποφάσισε. Θα πήγαινε να της κάνει πρόταση γάμου. Εκοψε μερικά λουλούδια, αυτό δα ήταν το μόνο εύκολο, φόρεσε τα καλά του κι ένα απόγευμα πήγε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της.

—Μετά από όλο αυτό το φύτεμα που κάναμε μαζί, σ' αγάπησα της είπε και θέλω να σε παντρευτώ

—Σ' αγαπώ κι εγώ, του είπε η όμορφη κοπέλλα. Είσαι πολύ καλός και αφοσιωμένος! Θα περιποιούμαστε μαζί τα λουλούδια όσο ζούμε!

Κι έτσι παντρεύτηκαν οι δυό τους κι άνοιξαν ανθοπωλείο, το οποίο έγινε το πιό φημισμένο στή χώρα. Κέρδιζαν πολλά λεφτά και θα μπορούσαν, αν ήθελαν να αγοράσουν τώρα ένα καινούργιο σπίτι, ή να αλλάξουν το γυαλί του σπιτιού τους με πέτρα. Αλλά καθόλου δέν ήθελαν πιά να φύγουν από το σπίτι που τους είχε φέρει κοντά τον ένα στον άλλο καί συνέχισαν να περιποιούνται τις γλάστρες τους. Τα παιδιά τους έμαθαν και κείνα καλή κηπουρική πριν ακόμα μάθουν να περπατάνε.

Έτσι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα. Η νεράιδα που είχε μεταμορφώσει τό σπίτι σε γυάλινο δεν ξαναφάνηκε ποτέ στη γειτονιά. Μιά νύχτα, ο άνθρωπος που ήταν κάποτε παράξενος, είδε στον ύπνο του πώς η νεράιδα ήταν η γυναίκα του η ίδια. Δεν έδωσε καμιά σημασία στο όνειρο εκείνο, παρά μόνο όταν γέρασε κι έπρεπε να λέει στα εγγόνια του παραμύθια.


Εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη απο την έκδοση "Παραμύθια για τα παιδιά της Αθήνας" στον ΠΑΤΑΚΗ το 2002