Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Οι δρόμοι του ουρανού

Αστέρια και γαλαξίες
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν...

—Ένα δέντρο, είπε ο Ντίνος.

—Όχι, ένα καπέλο, είπε ο Σπύρος.

—Ένα αστέρι, ξανάπε ο Ντίνος.

—Ένας γέρος! ξανάπε ο Σπύρος.

Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος που καθόταν πάνω σ' ένα δέντρο, φορώντας ένα καπέλο σαν αστέρι. Το καπέλο φώτιζε τόσο πολύ τη νύχτα που τα αληθινά αστέρια το ζήλευαν. Τόσο που μια μέρα ένα δειλό αστεράκι κατέβηκε μέχρι το δέντρο και ρώτησε τον γέρο αν θα μπορούσε να του δανείσει το καπέλο του.

—Και τι το θες το καπέλο μου, είπε ο γέρος, αφού εσύ έχεις το δικό σου φως.

—Αγαπάω μιαν Αστέρω είπε το αστεράκι και το δικό μου φως δε φτάνει. Πρέπει να γίνω πιο φωτεινός, αλλιώς θα μου την πάρουν άλλοι...

—Χμ, είπε ο γέρος, μπορώ να σου πουλήσω το καπέλο μου αν μου φέρεις τις δέκα μαύρες αχιβάδες που βρίσκονται στο πρώτο παράλληλο σύμπαν της Ανδρομέδας.

—Κανείς ποτέ δεν πήγε εκεί πέρα, είπε με παράπονο το αστεράκι.

—Εγώ μόνο τότε θα σου δώσω το καπέλο μου, είπε ο γέρος και του γύρισε την πλάτη.

Το αστεράκι γύρισε στον ουρανό κι επειδή ο καημός για την Αστέρω δεν το άφηνε σε ησυχία, ξεκίνησε το μακρινό κι επικίνδυνο ταξίδι για το παράλληλο Σύμπαν. Πέρασε από σμήνη γαλαξιών και θάλασσες μετεωριτών, χωρίς να καταφέρνει να βρει την πόρτα για το παράλληλο Σύμπαν κι είχε αρχίσει να απογοητεύεται όταν μια μέρα συνάντησε έναν κύκνο. (Κύκνο στον ουρανό; Μάλιστα, κύκνο! Δεν έχετε ακούσει τον αστερισμό του κύκνου;) Η φτερούγα του ήταν σπασμένη από μια σύγκρουση με μαγνητικά κύματα.

—Πάρε με στη Γη σε παρακαλώ, του είπε ο κύκνος με φωνή που μόλις ακουγόταν, πήγαινε με σε μια λιμνούλα με πάπιες, δεν θα αντέξω αν μείνω άλλο εδώ...

—Μα ψάχνω το παράλληλο Σύμπαν, είπε το αστεράκι, δεν θα προλάβω.

—Πάρε με σε μια λιμνούλα με πάπιες, κατά προτίμηση εκείνη που είναι στον Εθνικό Κήπο στην Αθήνα και θα σου δείξω εγώ πού είναι η πόρτα για το παράλληλο σύμπαν, είπε ο κύκνος.

Το αστεράκι φορτώθηκε τον κύκνο και γύρισε πίσω στη Γη, κατευθείαν στη λιμνούλα του Κήπου. Εκεί υποδέχτηκαν τον κύκνο με τιμές γιατί δεν είχαν άλλο κύκνο και γρήγορα έγινε καλά. Μια μέρα είπε επιτέλους στο αστεράκι:

—Δεν είναι δύσκολο να βρεις το παράλληλο Σύμπαν, η πόρτα του βρίσκεται στο βάθος της φωλιάς μας.

Μακρινός παράλληλος γαλαξίας άνευ θαλασσών
Κι επειδή έτσι πάντα γίνεται με τις πόρτες αυτού του είδους, το αστεράκι τον πίστεψε αμέσως. Χώθηκε γρήγορα στη φωλιά των παπιών, έσπρωξε το χώμα και τσακ, ένα άνοιγμα φάνηκε απ' όπου πέρασε σερνάμενο στο παράλληλο Σύμπαν. Ήταν ηλιόλουστη μέρα εκεί και το κύμα χάιδευε στην αμμουδιά τις μαύρες αχιβάδες και τις έκανε να γυαλίζουν. Ήταν πολύ περισσότερες από δέκα. Ήταν άπειρες. Όλες οι αχιβάδες είναι μαύρες στο παράλληλο Σύμπαν. Γενικά υπάρχουν κάποιες αντιστροφές στα χρώματα, η θάλασσα είναι πορτοκαλί και η άμμος είναι γαλάζια, αλλά το αστεράκι δεν κάθισε να παρατηρήσει τέτοιες λεπτομέρειες. Μάζεψε στη χούφτα του όσες μαύρες αχιβάδες χρειαζόταν κι ύστερα έκανε πάλι βουτιά στην τρύπα και ξαναβγήκε στη λιμνούλα με τις πάπιες. Ήταν γεμάτος λάσπες. Αλλά τι πείραζε; Οι δέκα μαύρες αχιβάδες βρίσκονταν στα χέρια του!

Ο γέρος πάνω στο δέντρο πέταξε από τη χαρά του μόλις τις είδε κι αμέσως του έδωσε το φωτεινό καπέλο του και κατέβηκε από το δέντρο. Πήρε τις δέκα αχιβάδες και τις έφαγε χωρίς λεμόνι. Στη στιγμή ξανάγινε νέος και ωραίος. Γι' αυτό τις ήθελε φυσικά. Γύρισε στην πόλη κι όλες οι γυναίκες τον ήθελαν, με τόσα νιάτα κι ομορφιά.

Το αστεράκι με το καπέλο στο κεφάλι και φως διπλάσιο απ' το κανονικό του, πήγε μια και δύο στην Αστέρω. Πολλοί είχαν πάει στην Αστέρω πριν απ' αυτόν, γιατί η Αστέρω ήταν η ωραιότερη του ουρανού κι είχε αρχίσει να γίνεται πολύ ψηλομύτα. Μόλις είδε το αστεράκι να έρχεται από μακριά, έβαλε τέτοια γέλια ώστε δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσει καν τη γνώμη της για το παρουσιαστικό του και την αξία του. Ό,τι και να της είπε, εκείνη πρώτα τον περιφρόνησε, ύστερα τον κορόιδεψε και τελικά του ανακοίνωσε ότι μόνο τον πιο ωραίο και πιο δυνατό και πιο πλούσιο θα παντρευόταν. Και φυσικά το αστεράκι δεν ήταν ο πιο ωραίος, ο πιο πλούσιος και ο πιο δυνατός, έστω κι αν φορούσε ένα πανάκριβο φωτεινό καπέλο. Έφυγε λοιπόν μακριά, ξαναγύρισε στο ταξίδι που είχε αρχίσει στ’ αστέρια, για να ξεχάσει τον πόνο του.

Η Αστέρω έμεινε να περιμένει τον καλύτερο. Πολλοί τη ζητούσαν και κείνη τους έδιωχνε και τους έβλεπε σε λίγο καιρό να παντρεύονται άλλες. Αφού κανένας δεν την ικανοποιούσε αποφάσισε να κατέβει στη Γη κι εκεί συνάντησε στ' αλήθεια πολλούς ωραίους άντρες. Εκείνος ο γέρος που είχε ξαναγίνει νέος, έλεγαν όλες οι κοπέλες πως ήταν ο καλύτερος, γιατί είχε και αναμνήσεις και ομορφιά. Όλες είχαν ξετρελαθεί με τις ιστορίες του κι όταν ξετρελάθηκε κι η Αστέρω ήταν πολύ περήφανος, γιατί ήταν η ωραιότερη. Άρχισε να πηγαίνει μαζί του βόλτες και εκδρομές, να του δείχνει τα μέρη που της άρεσαν σε γη και ουρανό. Όμως εκείνος βαριόταν τις ανηφόρες, βαριόταν το συνωστισμό, βαριόταν το περπάτημα, βαριόταν τους χορούς.

—Μόνο οι γέροι βαριούνται τόσο, του είπε μια μέρα λυπημένη.

—Και γω γέρος είμαι, της είπε εκείνος. Ένα αστεράκι μου έφερε δέκα μαγικές αχιβάδες για να πάρει το φωτεινό καπέλο μου και ξανάγινα νέος...

Η Αστέρω θυμήθηκε ποιο ήταν εκείνο το αστεράκι. Τόσο πολύ λοιπόν την είχε αγαπήσει, ώστε είχε κάνει τέτοιο επικίνδυνο ταξίδι για το χατίρι της. Άξιζε περισσότερα από όσο είχε τότε καταλάβει. Μετάνιωσε για τη σκληρότητα της. Το αστεράκι σίγουρα δεν θα την αγαπούσε πια, έτσι σκληρά που του είχε φερθεί. Πού να βρισκόταν άραγε τώρα; Άρχισε να το σκέφτεται και κάθε μέρα το νοσταλγούσε περισσότερο.

Όταν κατάλαβε ότι δεν ήθελε πια να μένει με τον γέρο που είχε ξαναγίνει νέος, έφυγε κι αποφάσισε να ψάξει να βρει το αστεράκι. Που να το βρει όμως: Εκείνο είχε πάρει τους δρόμους τ' ουρανού...


Φωτεινοί και σκοτεινοί δρόμοι του ουρανού
 —Που είναι το αστεράκι μου; ρωτούσε όποιον έβρισκε.

Μετά από πολλές περιπλανήσεις συνάντησε τον κύκνο που είχε ξανανέβει στον ουρανό για διακοπές.

—Ίσως ξέρω πού θα τον βρω, της είπε εκείνος.

Ξανακατέβηκαν μαζί στη γη και πήγαν κατ' ευθείαν στη λιμνούλα με τις πάπιες. Πέρασαν στο παράλληλο Σύμπαν κι εκεί συνάντησαν το αστεράκι στην παραλία να τρώει ολομόναχο τις δυσεύρετες αχιβάδες. Είχε φτάσει στο ίδιο μέρος από άλλο δρόμο.

—Σ' έψαχνα παντού, του είπε η Αστέρω κι έπεσε στην αγκαλιά του.

Γύρισαν πίσω και παντρεύτηκαν με χαρές και πανηγύρια. Κουμπάρος ήταν ο κύκνος. Το φωτεινό καπέλο το κρέμασαν στον κήπο τους για φανάρι.

1 σχόλιο:

  1. Οι φωτογραφίες είναι ωραίες, αλλά δεν ταιριάζουν. Νομίζω ότι η ιστορία τοποθετείται ένα στάδιο πριν την αστρονομία

    ΑπάντησηΔιαγραφή