Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Γουγού Φακουλού και Σάλυ Σαλάτα.

—Πεινάμε, είπαν μια μέρα στη μαμά τους ο Σπύρος και ο Ντίνος. Θέλουμε να φάμε φακές!

—Πρωί πρωί φακές! είπε η μαμά.

—Δεν είναι πρωί, είναι απόγευμα είπα τα παιδιά.

—Ο ήλιος ακόμα δεν φάνηκε στο παράθυρο, είπε η μαμά.

—Φάνηκε όμως η Σάλυ, είπαν τα παιδιά, και μας έκανε νόημα με τον άνηθο!

Η μαμά σηκώθηκε παραξενεμένη από την καρέκλα του κομπιούτερ και πήγε στο παράθυρο, αλλά δεν είδε τίποτα εκτός από τα φύλλα της αράχνης του απέναντι μπαλκονιού που κουνιόντουσαν σαν πέπλα με τον αέρα.

—Δεν είναι σαλάτα, είναι η γλάστρα των απέναντι είπε η μαμά. Αν πεινάτε πάντως μπορείτε να φάτε γιαουρτάκια απο το ψυγείο!

—Οχι, θέλουμε φακές! είπαν τα παιδιά.

Φακές να σου τρέχουν τα σάλια στη μπλούζα
της Γουγούς! (Γ.Καφάτος)
Η μαμά κάθησε πάλι στην καρέκλα της και τους είπε μ' ένα γλυκό χαμόγελο:

—Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω να μαγειρεύω φακές! Φάτε τώρα το γιαουρτάκι με τα φρούτα και θα πάμε το μεσημέρι στο φαστφουντάδικο για σάντουϊτς.

—Οχι είπαν τα παιδιά, θα μαγειρέψουμε εμείς τις φακές και θα μας κόψει και λάχανο η Σάλλυ Σαλάτα!

—Ποιά είναι πάλι αυτή; ρώτησε η μαμά.

—Μια φίλη μας, είπαν τα παιδιά.

—Δεν φαντάζομαι να πιάσατε κουβέντα με καμία άγνωστη στο δρόμο;

—Ω όχι, ήρθε στη βεράντα πετώντας!

—Μπα, μήπως κρατούσε και μια ομπρέλλα σαν τη Μαίρη Πόππινς; ειρωνεύτηκε η μαμά.

—Οχι βέβαια, είπαν τα παιδιά, τι να την κάνει την ομπρέλλα, εδω πέρα δεν βρέχει! Κρατάει μόνο ότι της χρειάζεται για τη σαλάτα! Αγγουράκια, ντομάτες, τσιπς, τέτοια..

—Εχει και τσιπς η σαλάτα;


Σαλάτα και κατσαρόλα με φακές
 —Και τσιπς και καμιά φορά γαριδάκια και γαριδούλες, άνηθο, μαϊντανό, ρόκα και ανέμη. Και για να μην τα κουβαλάει όλα η Σάλλυ Σαλάτα, φοράει και μερικά. Η φούστα της είναι απο λάχανο, η ποδιά της απο ραδίκιο..

—Απο ραδίκια θέλεις να πείς.

—Οχι ραδίκιο, ένα κόκκινο μαρούλι δηλαδή και τα μαλλιά της άνηθος και μαϊντανός, κρεμμυδάκια φρέσκα και αντίδια.

—Πάει τρελλαθήκατε απο την πολλή τηλεόραση που βλέπετε, μου φαίνεται...

—Δεν την είδαμε στην τηλεόραση, αλλά στη βεράντα. Είπε ότι θα σε γνωρίσει και θα σε βοηθάει. Είναι φίλη όλων των μαμάδων που δεν ξέρουν να μαγειρεύουν!

—Κι ύστερα μας έφερε την αδερφή της, τη Γουγού τη Φακουλού και φάγαμε φακές στο τραπεζάκι της βεράντας, τότε που εσύ είχες βγεί και νόμιζες ότι βλέπουμε τηλεόραση.

—Δεν πιστεύω τίποτα, είπε η μαμά ανήσυχη.

—Τότε περίμενε και θα τις φωνάξουμε! είπαν τα παιδιά. Μόνο που πρέπει να κρυφτείς και να βγείς όταν σου πούμε!

—Ευτυχώς γιατί έχω κάτι να γράψω στο κομπιούτερ, είπε η μαμά.

—Κάτσε γράφε και θα σε ειδοποιήσουμε, είπαν τα παιδιά.

Η μαμά κάθησε στην καρέκλα του κομπιούτερ που στριφογύριζε σαν καρέκλα πιλότου και είχε στο μυαλό της να κρυφοκοιτάξει απο την κλειδαρότρυπα για να λύσει το μυστήριο της Γουγούς Φακουλούς και της Σάλυς, αλλά σε λίγη ώρα είχε τόσο πολύ αφοσιωθεί σ' αυτά που έγραφε, ώστε ξέχασε να σηκωθεί. Εγραφε, έγραφε κι έσβηνε και λιγάκι και ξανάγραφε, μέχρι που μια μυρωδιά απο φακές της γαργάλησε τη μύτη. Καημένη μαμά που συνέχεια γράφεις δύσκολα πράγματα στο κομπιούτερ! Ουτε που κατάλαβε στην αρχή περί τίνος επρόκειτο, στράβωσε λίγο τη μύτη της μερικές φορές και μύρισε γράφοντας τη δάφνη που σιγόβραζε μαζί με τις φακές, μύρισε τα κρεμμυδάκια και το σκόρδο, όλα μαζί στην ίδια κατσαρόλα και ξαφνικά θυμήθηκε, πετάχτηκε επάνω κι έτρεξε στην κουζίνα. Οι φακές ήταν έτοιμες, η σαλάτα κομμένη στο τραπέζι και τα παιδιά της την είδαν κι άρχισαν τα γέλια.

—Αχ μαμά, δεν πρόλαβες, είπε ο Ντίνος.

—Να έλα στο παράθυρο να τις δείς, είπε ο Σπύρος.

Η μαμά πήγε στο παράθυρο και τις είδε την ώρα που ετοιμάζονταν να στρίψουν πίσω απο τον τοίχο της γωνιακής πολυκατοικίας. Η Σάλυ Σαλάτα φορούσε ένα υπέροχο πορτοκαλοπράσινο σάλι και τα μαλλιά της ανέμιζαν γύρω απο το τσαχπίνικο και γελαστό μουτράκι της, αλλά η Γουγού η Φακουλού ήταν πολύ σοβαρή, ολοστρόγγυλη και δεν της ξέφευγε τρίχα. Η μαμά τις χαιρέτισε και κείνες κούνησαν το χέρι πριν χαθούν στη γωνία, η Σάλυ μάλιστα έκανε και μια ρεβεράντσα κι όλα της τα μαλλιά και τα κρόσια ανέμισαν γύρω της ώσπου χάθηκε πίσω απο τον τοίχο.

—Τις είδα, είπε θαμπωμένη η μαμά. Τι είναι αυτο που κρατάει η Γουγού Φακουλού στο χέρι; Η κουτάλα της;

—Δεν είνει κουτάλα είναι τηλεσκόπιο, είπε ο Ντίνος. Η Γουγού δεν φτιάχνει μόνο φακές αλλά και φακούς...

—Γιατί και οι φακές είναι σαν τους φακούς είπε ο Σπύρος.

—Και οι φακοί σαν τις φακές, είπε ο Ντίνος. Και με το τηλεσκόπιο κάθεται και κοιτάζει όλα τα σπίτια κι όπου δεί μαμά σαν εσένα, να μην ξέρει να μαγειρεύει φακές, πάει αμέσως να τη βοηθήσει!

—Σπουδαίο πράγμα οι φακοί, είπε η μαμά, που ήταν επιστήμων.

—Και οι φακές δεν πάνε πίσω! είπαν τα παιδιά.

Σερβιρίστηκε το φαγητό επιτέλους
Κάθησαν όλοι να φάνε. Οι φακές ήταν εξαίσιες και η σαλάτα καταπληκτική και η μαμά ρώτησε τα παιδιά τι θα έπρεπε να κάνουν για να ευχαριστήσουν τις δύο καλές τους φίλες


—Εχουμε φτιάξει ένα τραγούδι, είπαν τα παιδιά. Αυτό τους αρέσει, καθώς και η πρόσκληση για φασολάδα.

               Το τραγούδι

Τα μεσημέρια του χειμώνα

Η κοιλιά μας γουργουρίζει

Όταν μας αφήνουν μόνα

Και ο άνεμος σφυρίζει

Έρχονται δύο φιλενάδες

Με χεράκια σαν τα κρίνα

Μας ετοιμάζουν νοστιμάδες

Κι αχνίζει όλη η κουζίνα

Η Γουγού Φακουλού με το καφέ φουστάνι

Και η Σάλλυ Σαλάτα που μοιάζει με μποστάνι

Γουγού Φακουλού μην αγαπάς αλλού!

Κι εσύ Σάλλυ Σαλάτα, φέρε μας τα πιάτα!

—Τι θαυμάσιο τραγούδι, είπε η μαμά. Νομίζω πώς εσείς οι δύο, θα γίνετε ποιητές όταν μεγαλώσετε!

—Μπορεί και μάγειροι, είπαν τα παιδιά, μπουκωμένα...

1 σχόλιο: