Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Το γυάλινο σπίτι

Μιά φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' ένα πέτρινο μεγάλο σπίτι ένας πα-ράξενος άνθρωπος. Δεν ήθελε καθόλου να τον βλέπουν, γι αυτό είχε πάντα κλειστά τα παράθυρα του. Όταν έβγαινε απο το σπίτι του φορούσε πανωφόρι με ψηλό γιακά, καπέλλο και γυαλιά για να κρύβεται. Δεν είχε φίλους, γιατί ήταν κακότροπος και συνεχώς μάλωνε όσα παιδιά έπαιζαν μπροστά στην πόρτα του, ή κάθονταν να ξεκουραστούν στα σκαλοπάτια.

Του άρεσε πολύ να κάνει τον άγριο στα παιδιά. Κι όταν τον κοιτούσαν παραξενεμένα και στεναχωρημένα, τότε ακόμα πιο άσχημα τα μάλωνε. Βλέπετε τα παιδιά είναι μικρά και φοβούνται τις φωνές των μεγάλων. Συνήθως τρώνε τις κατσάδες χωρίς να τολμήσουν να θυμώσουν κι αυτά.

Καμια φορά ωστόσο θυμώνουν αντί γι αυτά οι πατεράδες τους ή οι μανάδες τους, ή οι νεράιδες τους. Τα παιδιά σε κείνη την πόλη είχαν μια φίλη νεράιδα πολύ παιχνιδιάρα που είχε θυμώσει με τον παράξενο άνθρωπο. Αποφάσισε να τον τιμωρησει. Τι τιμωρία να του βάλει; Το σκεφτόταν. Πρόσεξε πώς κλειδωνόταν, πώς τραβούσε τις κουρτίνες. "Θα του τραβήξω καμιά μέρα το παλτό", έλεγε μέσα της, "ή μήπως είναι καλύτερα να του φυσήξω μακριά το καπέλλο;" Δέν αποφάσιζε όμως τι από τα δύο θα έκανε. Ετσι περνούσαν οι μέρες.

Ενα πρωινό τά παιδιά είχαν ανέβει σ' ένα δέντρο κι από κεί κοιτούσαν μέσα στο σπίτι του παράξενου ανθρώπου Αυτός μόλις τους είδε έτρεξε κάτω και τους φώναξε να κατέβουν αμέσως. Τα παιδιά φοβισμένα ανέβηκαν ακόμη πιό ψηλά.

—Παληόπαιδα κατεβείτε αμέσως από κει, γιατί αλλοιώς θά φέρω τσεκούρι να κόψω τό δέντρο, τους φώναξε.

Η νεράιδα που τα άκουγε καί τα έβλεπε όλα αυτά έγινε έξαλλη από θυμό.

—Ωστε έτσι λοιπόν κύριε; φώναξε. Θέλεις να κόψεις το δέντρο, εε; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις! Θα κάνω το σπίτι σου ολόκληρο γυάλινο! Να δούμε τότε πού θα μπορέσεις να κρυφτείς!

Και λέγοντας αυτά, φανερώθηκε στο δρόμο με τα υπέροχα ξανθά μαλλιά της και τό ωραίο πρόσωπο της πού ήταν όμως πολύ θυμωμένο, έβγαλε από την τσάντα της ένα μαγικό ραβδί και το άπλωσε στο σπίτι, κλείνοντας τα μάτια και προφέροντας λέξεις μαγικές. Και τότε έγινε κάτι απίστευτο. Όλες οι πέτρες και τα ξύλα και τα τούβλα και οι μπογιές και τα κεραμίδια του σπιτιού, όλα μα όλα, οι τοίχοι και τα έπιπλα καί οι κουρτίνες και οι σκάλες, ολόκληρο το θεόκλειστο σπίτι του παράξενου ανθρώπου έλαμψε από παντού. Εγινε ολόκληρο διαφανές, ως την πιό μικρή του γωνίτσα. Oι τοίχοι είχανγίνει κρυστάλλινοι, οι ντουλάπες και τα κρεββάτια είχαν πάρει ένα ελαφρό καφέ διαφανές χρώμα, οι κουρτίνες όλες γίνανε σαν χοντρό σελλοφάν. Ο παράξενος άνθρωπος γύρισε και κοίταξε το σπίτι και μόλις το είδε έτσι γυάλινο τον έπιασε μεγάλη τρομάρα. Δεν είχε δει τίποτα πιό παράξενο στη ζωή του. Δεν πίστευε στα μάτια του και γι αυτό όρμησε στο σπίτι και με δυσκολία βρήκε την πόρτα σε τόση διαφάνεια, μπήκε μεσα, ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας και χώθηκε κάτω από το κρεββάτι του.

Ολη αυτή την ώρα τον έβλεπαν από παντού και μικροί μεγάλοι γελούσαν σαν τρελλοί. Τότε εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και τούς είδε καθαρά όλους μέσα από το διάφανο κρεββάτι και τους διάφανους τοίχους του σπιτού. Από παντού φαινόταν το καθετί, όπως σε μιά γυάλα με χρυσόψαρα.

Tι να κάνει; Πού να πάει; Φίλους δεν είχε, να τον λυπηθούν. Φόρεσε το καπέλλο του και βγήκε πάλι έξω, στο δρόμο μαζί με τους ανθρώπους που στέκονταν και κοίταζαν το σπίτι του.

—Σπουδαίο γυάλινο οικοδόμημα, έλεγε ο ένας. Έτσι μούρχεται να ρίξω μια πέτρα!

—Κρίμα, είναι πολύ πρωτότυπο, μην το χαλάς, είπε ένας άλλος. Πρέπει το κράτος να το ανακηρύξετε Μουσείο Κρυστάλλου!

—Α, όχι, φώναξε ο παράξενος άνθρωπος. Είναι το σπίτι μου!

—Μπα και πώς τα καταφέρατε να το φτιάξετε έτσι, τον ρώτησε κάποιος άλλος. Συνήθως στα γυάλινα σπίτια βλέπουν οι απομέσα, όχι οι απέξω!

Δώστου πάλι γέλια και κοροϊδίες. Μια κοπέλλα όμως τον λυπήθηκε. Ήρθε και στάθηκε δίπλα και του είπε ψιθυριστά.

—Έχω μια ιδέα γι αυτό το σπίτι. Γεμίστε το με γλάστρες! Τα φυτά θα μεγαλώσουν γρήγορα με το φώς και θα καλύψουν τους τοίχους!

—Θ' αργήσουν, είπε ο παραξενος άνθρωπος.

Αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Άρχισε λοιπόν αμέσως να φυτεύει φυτά όλων των ειδών σε γλάστρες. Οι γείτονες τον βοήθησαν με ρίζες, σπόρους και κλαράκια. Τους άρεσε πολύ η ιδέα ενός θερμοκηπίου στην περιοχή. Πιό πολύ απ' ολους τον βοήθησε η όμορφη κοπέλλα. Ο άνθρωπος φύτευε λουλούδια γιά πρώτη φορά στη ζωή του και του άρεσε πολύ αυτή η δουλειά παρόλο που μαυρίζει τόσο πολύ τα νύχια. Φυτεύανε όλη τη μέρα καί το βράδυ έπεσε για ύπνο πολύ κουρασμένος. Την άλλη μέρα συνέχισε να φυτεύει μαζί με την όμορφη γειτόνισσα. Όμως τα φυτά δε θέλουνε μόνο φύτεμα. Θέλουνε και φροντίδα. Στον παράξενο άνθρωπο δεν έμενε καθόλου καιρός να σκέφτεται τις παραξενιές του.


Σε λίγες μέρες πρόσεξε ότι τα φυτά μεγαλώνουν πολύ γρήγορα όταν βρίσκονται σ' ένα γυάλινο σπίτι καθώς καί ότι η γειτόνισσα του ήταν το ομορφότερο κορίτσι που είχε δεί ποτέ. Πολύ του άρεσε να παίρνει απο τα χέρια της τις ρίζες με το χώμα τους, να κρατάει εκείνος τη γλάστρα καθώς εκείνη ζούπαγε μέσα το φυτό και μετά να τακτοποιούν μαζί και οι δύο το χώμα γύρω–γύρω...

Θάθελε να μην τέλειωνε ποτέ το φύτεμα για να μείνει συνέχεια κοντά του, να τον βοηθάει η όμορφη κοπέλλα. Ηταν πολύ ευτυχισμένος. Ευγνωμονούσε σχεδόν τη νεράιδα που τού είχε κανει το σπίτι διάφανο.

Όμως όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν κάποτε. Μια μέρα το σπίτι βρέθηκε τόσο πολύ γεμάτο με γλάστρες και φυτά, που σχεδόν δεν έμπαινε πια φώς μέσα. Τότε η όμορφη κοπέλλα έδωσε στον άνθρωπο οδηγίεs για να περιποιείται τα λουλούδια και γύρισε σπίτι της. Εκείνος έμεινε πάλι μόνος του αλλά τώρα είχε όλα αυτά τα φυτά να φροντίζει. Σηκωνόταν νωρίς το πρωί και δούλευε όλη μέρα με τα δέντρα και τα λουλούδια του, έτσι ώστε να τα βλέπει η όμορφη γειτόνισσα του όποτε περνούσε από κει. Πραγματικά οι γλάστρες πήγαιναν καλά, τα φυτά μεγάλωναν τόσο πολύ και το γυάλινο σπίτι έγινε τόσο όμορφο ώστε ερχόταν από μακριά κόσμος να τα θαυμάσει. Πάντως, όσο και να δούλευε ο άνθρωπος που ήταν κάποτε παράξενος, δεν μπορούσε να ξεχάσει την όμορφη κοπέλλα. Στο τέλος αναγκάστηκε να παραδεχτεί οτι ήταν ερωτευμένος μαζί της.

Συζήτησε λοιπόν το θέμα με τους γείτονες του–που στο μεταξύ είχαν γίνει φίλοι– και τελικά το αποφάσισε. Θα πήγαινε να της κάνει πρόταση γάμου. Εκοψε μερικά λουλούδια, αυτό δα ήταν το μόνο εύκολο, φόρεσε τα καλά του κι ένα απόγευμα πήγε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της.

—Μετά από όλο αυτό το φύτεμα που κάναμε μαζί, σ' αγάπησα της είπε και θέλω να σε παντρευτώ

—Σ' αγαπώ κι εγώ, του είπε η όμορφη κοπέλλα. Είσαι πολύ καλός και αφοσιωμένος! Θα περιποιούμαστε μαζί τα λουλούδια όσο ζούμε!

Κι έτσι παντρεύτηκαν οι δυό τους κι άνοιξαν ανθοπωλείο, το οποίο έγινε το πιό φημισμένο στή χώρα. Κέρδιζαν πολλά λεφτά και θα μπορούσαν, αν ήθελαν να αγοράσουν τώρα ένα καινούργιο σπίτι, ή να αλλάξουν το γυαλί του σπιτιού τους με πέτρα. Αλλά καθόλου δέν ήθελαν πιά να φύγουν από το σπίτι που τους είχε φέρει κοντά τον ένα στον άλλο καί συνέχισαν να περιποιούνται τις γλάστρες τους. Τα παιδιά τους έμαθαν και κείνα καλή κηπουρική πριν ακόμα μάθουν να περπατάνε.

Έτσι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα. Η νεράιδα που είχε μεταμορφώσει τό σπίτι σε γυάλινο δεν ξαναφάνηκε ποτέ στη γειτονιά. Μιά νύχτα, ο άνθρωπος που ήταν κάποτε παράξενος, είδε στον ύπνο του πώς η νεράιδα ήταν η γυναίκα του η ίδια. Δεν έδωσε καμιά σημασία στο όνειρο εκείνο, παρά μόνο όταν γέρασε κι έπρεπε να λέει στα εγγόνια του παραμύθια.


Εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη απο την έκδοση "Παραμύθια για τα παιδιά της Αθήνας" στον ΠΑΤΑΚΗ το 2002

1 σχόλιο:

  1. Ώραίο παραμύθι. Θα μπορούσε να εξελίσσεται και να καταλήγει στον επίμονο κηπουρό;

    ΑπάντησηΔιαγραφή