|
H Nίκη ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια |
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αδερφάκια δίδυμα, ο Νίκος και η Νίκη. Είχαν την ίδια μέρα τα γενέθλια τους, την ίδια μέρα και τη γιορτή τους και συχνά ο ένας από τους δύο παραπονιόταν για το δώρο του. Πότε δεν ήταν αρκετά μεγάλο, πότε δεν ήταν αρκετά ακριβό και πότε δεν προλάβαιναν καθόλου να το αγοράσουν, γιατί δεν είναι και εύκολη υπόθεση να παίρνεις δύο δώρα την ίδια μέρα και να είναι πάντα εξ ίσου ωραία. Η Νίκη ζητούσε από τα δεύτερα γενέθλια της μια ροζ στολή μπαλαρίνας και είχε φτάσει στα εφτά κι ακόμα δεν της την είχαν χαρίσει. Κι ο Νίκος ήθελε ένα πλαστικό οπλοπολυβόλο και κάθε χρόνο το ανέβαλαν.
–Νομίζω ότι η μαμά δεν θέλει να σου πάρει στολή μπαλαρίνας είπε μια μέρα ο Νίκος στη Νίκη. Την άκουσα στο τηλέφωνο που το έλεγε στη φίλη της. Δεν θα πάρω στην κόρη μου αυτή τη σαχλαμάρα, έλεγε.
–Και γω άκουσα ένα βράδυ το μπαμπά να της λέει, μην τυχόν και σου πάρει το οπλοπολυβόλο, γιατί έχει κάνει του κόσμου τις ομιλίες στο Σχολείο που δουλεύει εναντίον των πολεμικών παιχνιδιών.
–Τι θα κάνουμε λοιπόν; ρώτησε ο Νίκος.
Τα παιδιά σκέφτηκαν, σκέφτηκαν και στο τέλος φώναξαν και τα δύο μαζί:
–Το βρήκα! Θα το πούμε στη γιαγιά.
Και το είπαν στη γιαγιά. Η γιαγιά δεν ήταν πλούσια, αλλά περιέργως της περίσσευαν πάντα περισσότερα λεφτά για δώρα στο Νίκο και στη Νίκη. Αμέσως μόλις άκουσε το αίτημα τους, τους πήρε σ’ ένα παιχνιδάδικο και αγόρασε το οπλοπολυβόλο. Ο Νίκος το πήρε και υποσχέθηκε να το κρύβει από τους γονείς του, μέχρι να μπορέσει η γιαγιά να τους προετοιμάσει καταλλήλως. Η Νίκη στο μεταξύ αναστέναζε κι αναστέναζε.
–Γιατί αναστενάζεις κοριτσάκι μου; τη ρώτησε η γιαγιά.
–Αχ γιαγιά μου, δεν ξέρεις τι αυστηρή που είναι η μαμά σ’ αυτά τα θέματα. Συνέχεια τσακωνόμαστε για τα ρούχα που φοράω. Θέλει να ντύνομαι σοβαρά και αγορίστικα! Όλο φόρμες και τέτοια. Δεν θα μπορέσεις ποτέ να την πείσεις να με αφήσει να το έχω το φόρεμα χορού.
–Μη στεναχωριέσαι, της είπε η γιαγιά. Θα αφήσουμε το ίδιο το φόρεμα να την πείσει.
–Και πώς θα γίνει αυτό;
–Θα δεις, θα δεις, είπε η γιαγιά και χαμογέλασε. Πρέπει όμως να έχεις υπομονή.
Και η Νίκη άρχισε να κάνει υπομονή. Έκανε υπομονή ένα ολόκληρο πρωί ώσπου να ζητήσει η γιαγιά από τη μαμά της να την πάρει μαζί για ψώνια το Σάββατο και μια ολόκληρη ώρα ώσπου να αποφασίσει η μαμά της να δεχτεί. Ύστερα έκανε υπομονή τρεις ολόκληρες μέρες, ώσπου να ξημερώσει εκείνο το Σάββατο το πολυπόθητο. Κι ύστερα έκανε υπομονή ώσπου να χτυπήσει το κουδούνι και να εμφανιστεί επιτέλους η γιαγιά με τη μοβ ζακέτα και το καπέλο της, διότι ήταν τέτοιος τύπος η γιαγιά. Φορούσε και καπέλο.
–Χλωμό είναι το παιδί, είπε η γιαγιά μόλις τη φίλησε.
Πώς να μην είναι χλωμή η Νίκη με τόση υπομονή που είχε κάνει!
Τέλος πάντων κάποτε ξεκίνησαν και μόλις βγήκαν στο δρόμο η γιαγιά της έπιασε το χέρι, την κοίταξε γελαστά και της έκλεισε το μάτι.
–Θα σε πάω σε ένα μέρος φανταστικό, της είπε. Κι άρχισε να περπατά αγέρωχη. Η Νίκη έτρεχε λιγάκι για να την προλαβαίνει κι αναρωτιόταν πώς και η γιαγιά της αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη λέξη “φανταστικό”, που τη θεωρούσε λάθος για να λες ότι κάτι είναι ωραίο. Εκτός πια κι αν εννοούσε κάτι ανύπαρκτο, που μόνο στη φαντασία το βρίσκεις. Ανησύχησε λίγο, γιατί δεν ήθελε φόρεμα φανταστικό αλλά πραγματικό και τράβηξε τη γιαγιά από το μανίκι.
–Γιαγιά τι εννοείς “φανταστικό”, είπε.
–Περίμενε λοιπόν λίγο, κάνε υπομονή, είπε η γιαγιά.
Και η Νίκη έκανε ξανά υπομονή.
Πήρανε το υπόγειο τραίνο και κατέβηκαν στο Σταθμό “Μοναστηράκι”. Ανέβηκαν τα σκαλιά και βγήκαν σ’ ένα δρόμο γεμάτο μαγαζιά που πουλούσαν τόσο παράξενα πράγματα, ώστε μετά από λίγη ώρα η Νίκη δεν ήταν σίγουρη ότι ήσαν όλα αληθινά και δεν υπήρχε και κάτι φανταστικό ανάμεσα τους. Περπάτησαν, περπάτησαν κι είχε αρχίσει πια να ζαλίζεται, όταν η γιαγιά σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα παλιά, μαύρη, με σιδερένια στολίδια και την έσπρωξε. Μπήκανε σ’ ένα διάδρομο κατασκότεινο κι η γιαγιά άναψε τον αναπτήρα της. Είδαν κάτι σαν πόρτα ασανσέρ, ένα δίχτυ από μέταλλο με μια γλάστρα σχεδιασμένη επάνω και πλησίασαν προσεκτικά. Η Νίκη φοβόταν.
–Μη φοβάσαι, της είπε η γιαγιά.
Το ασανσέρ κατέβηκε κάτω φωτισμένο. Είχε μέσα κι ένα μικρό κόκκινο καναπέ. Η Νίκη ξεφοβήθηκε. Μπήκανε μέσα και κάθισε στον καναπέ. Κρίμα που έφτασαν γρήγορα. Σ’ ένα λεπτό βρέθηκαν κατευθείαν μέσα σ’ ένα μαγαζί πολύ μεγάλο και κατάφωτο, γεμάτο παντού με ξύλινα ράφια. Στο κάθε ράφι υπήρχαν τόπια με υφάσματα. Η γιαγιά άνοιξε την πόρτα και οδήγησε την κατάπληκτη Νίκη μπροστά στον πάγκο με τα ροζ υφάσματα. Τα παπούτσια τους ακούγονταν μονάχα, καθώς περπατούσαν στο ξύλινο πάτωμα.
Ένας γέρος με συμπαθητική φαλάκρα και μακριά άσπρα γένια σηκώθηκε να τους εξυπηρετήσει.
–Θέλουμε ένα ύφασμα ροζ. Για χορό, εξήγησε η γιαγιά. Είναι για την μικρή κυρία, κι έδειξε τη Νίκη. Η μαμά της είναι λίγο δύσκολη, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα, ακουμπώντας τον αγκώνα στο τραπέζι.
–Μάλιστα, μάλιστα, είπε ο γέρος.
Γύρισε κι άρχισε να κατεβάζει από τα ράφια ένα- ένα τα τόπια με το ύφασμα. Η γιαγιά τα ξετύλιγε πάνω στον πάγκο και τα ψαχούλευε καλά -καλά. Τα τραβούσε από δω κι από κεί, τα κοιτούσε στο φως, ύστερα ζητούσε άλλο κι άλλο. Έγινε ένας μεγάλος σωρός από τόπια με ροζ ύφασμα πάνω στον πάγκο κι η γιαγιά όλο ζητούσε κι άλλο. Ο γέρος είχε λαχανιάσει. Στο τέλος τις κοίταξε αυστηρά κι είχε γίνει κόκκινος -κόκκινος κι όταν η γιαγιά του ξαναζήτησε κι άλλο γύρισε κι έφυγε από μια πίσω πόρτα
–Αχ θύμωσε, είπε η Νίκη.
–Υπομονή, είπε η γιαγιά.
Η Νίκη έκανε λίγη ακόμα υπομονή και ο γέρος ξαναγύρισε κουβαλώντας ένα τόπι ύφασμα που φαινόταν από μακριά υπέροχο. Το άπλωσε στον πάγκο και το ξετύλιξε και της Νίκης της φάνηκε ότι δεν ήταν εντελώς ροζ, σα να είχε και μεριές- μεριές λίγο μοβ επάνω, σαν τη ζακέτα της γιαγιάς, ή μαύρο, κι ύστερα της φάνηκε ότι με κάθε κίνηση οι πτυχές του υφάσματος άλλαζαν χρώμα, πότε γινόταν μαύρο, πότε καφέ.
–Αυτό είναι που χρειαζόμαστε, είπε η γιαγιά.
Και σήκωσε όλο το τόπι και με μια κίνηση ξετύλιξε ένα μεγάλο κομμάτι και κάλεσε με το βλέμμα τη Νίκη να τυλιχτεί μέσα σ’ αυτό.
Ήταν υπέροχο πράγματι και η Νίκη ένοιωσε θαυμάσια όταν το έβαλε σα μανδύα γύρω της κι ύστερα σήκωσε την ουρά να το κοιτάξει καλύτερα και είδε ότι τα σκούρα χρώματα πάνω στο ροζ σχηματίζονταν όποτε το άγγιζες και το δίπλωνες λιγάκι, σαν ανταύγειες, αλλά δεν ήταν ανταύγειες, ήταν γράμματα που χάνονταν γρήγορα όταν τα διάβαζες και με την επόμενη πτυχή σχηματίζονταν άλλα. “όμορφο, όμορφο, όμορφο, έγραφε το ύφασμα καθώς το έπιανε η Νίκη, “φουστίτσα, φουρό, όλα υπέροχα για χορό... χορό… χορό” έγραφε συνέχεια, σε κάθε δίπλα, σε κάθε κίνηση. “Σα ζωντανό βιβλίο” σκέφτηκε η Νίκη.
Αγόρασαν όσο χρειαζόταν και γύρισαν στο σπίτι κατευθείαν, γιατί η Νίκη δεν άντεχε να κάνει άλλη υπομονή και το κατάλαβε ακόμα κι η γιαγιά.
–Τι της ψώνισες λοιπόν; ρώτησε η μαμά μόλις μπήκαν μέσα.
–Κοίτα μόνη σου, είπε η γιαγιά.
Η μαμά άνοιξε το πακέτο και έβγαλε το ύφασμα, το κοίταξε λίγο άφωνη κι ύστερα άρχισε το διάβασμα. Ξετύλιγε, ξετύλιγε και διάβαζε.
–Φόρεμα χορού, είπε στο τέλος σοβαρή. Και πρέπει να το ράψω μόνη μου για τη Νίκη. Έχει απάνω και τις οδηγίες. Και γράφει ότι είναι αντιπαιδαγωγικό να μην αφήνω το παιδί να ντύνεται όπως θέλει και να μην το γράφω στα μαθήματα μπαλέτου.
Μιλούσε αργά- αργά, για να μπορέσει να το χωνέψει καλά αυτό που της συνέβαινε. Δεν μπορείς να τα βάλεις εύκολα μ’ ένα ύφασμα που διαβάζεται. Ο μπαμπάς έτρεξε κι αυτός να δει.
–Μα δεν γράφει τίποτα τέτοιο, είπε όταν το κοίταξε καλά -καλά. Γράφει... γράφει ότι... -άρχισε να μιλά συλλαβιστά- κα-λά θα κά-νω να ε-πι-τρέεε-ψω στο γιο μου να παίζει με όοο-πλα τώ-ρα που εί-ναι μι-κρός για να μπορέσει μόνος του να τα απορρίψει ό-ταν με-γα-λώ-σει. Ουφ! Δεν ξέρω τι να πω, φώναξε κοκκινίζοντας. Υποθέτω ότι θα κάνω αυτό που λέει! Πολύ πειστικό ύφασμα, μα την αλήθεια!
Τα παιδιά άρχισαν να πηδάνε από τη χαρά τους.
–Δηλαδή να φέρω το οπλοπολυβόλο μου! είπε ο Νίκος.
–Δηλαδή θα μου το ράψεις εσύ το φόρεμα, είπε η Νίκη στη μαμά της γιατί ακόμα δεν το είχε πιστέψει.
–Μα τι νομίζεις, δεν είμαι άξια να ράψω ένα φόρεμα; είπε η μαμά φουρκισμένη.
Και το έραψε. Κάθισε κάμποσες νύχτες ξάγρυπνη για να το τελειώσει, αλλά ήταν πραγματικά πολύ πρακτικό να έχει το ίδιο το ύφασμα όλες τις οδηγίες. Δεν χρειαζόταν πατρόν, ούτε μεζούρα και τέτοια. Όταν τέλειωσε, του έβαλε και πούλιες στο βολάν, διότι το έγραφε κι αυτό στις οδηγίες, κι έγινε το ωραιότερο φόρεμα χορού που είχε φορέσει ποτέ παιδί εφτά χρονών.
Ύστερα η μαμά πήρε τη Νίκη από το χέρι και πήγε και την έγραψε στη Σχολή μπαλέτου. Ήταν κι αυτό μέσα στις οδηγίες. Κάθε δυο μέρες την πήγαινε η ίδια εκεί κι έπαιρνε μαζί τα ειδικά παπουτσάκια και το κολλάν της. Το ροζ φόρεμα το φόρεσε μόνο στις επιδείξεις. Ήταν όμορφο, αλλά κυρίως ήταν δροσερό και η Νίκη το αισθανόταν επάνω της σαν τρυφερό αεράκι. Σα να τη σήκωνε και να την ανέμιζε, σα να της ψιθύριζε πως όταν μεγάλωνε θα γινόταν η πιο σπουδαία χορεύτρια.
Την επόμενη χρονιά η Νίκη είχε μεγαλώσει λίγο και το φόρεμα τη στένευε, αλλά το ξαναφόρεσε για την παράσταση, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία. Το βράδυ το πήρε μαζί της στο κρεβάτι, άναψε το φως κι άρχισε να το διπλώνει και να το ξεδιπλώνει στα δάχτυλα της και καθώς σχηματίζονταν έτσι πολλές φράσεις, η Νίκη έμεινε ως αργά να τις διαβάζει. Την άλλη νύχτα έγινε το ίδιο και την παράλλη το ίδιο. Το ζωντανό της βιβλίο της έλεγε πολλά μυστικά για το χορό, της διηγόταν καταπληκτικές ιστορίες χορευτριών που προσπάθησαν να μη γεράσουν και τι έκαναν ύστερα που γέρασαν, της διηγόταν κι άλλα πράγματα. Ακόμα και στα μαθήματα τη βοηθούσε με κάποιο διασκεδαστικό τρόπο. Αλλά ο καιρός περνούσε και στην επόμενη παράσταση δεν της χωρούσε πια. Είχε πολύ ψηλώσει. Κι αφού το διάβασε και το ξαναδιάβασε κι έμαθε απ’ έξω όλες τις ιστορίες του, άρχισε να διαβάζει πια αληθινά βιβλία κι αποφάσισε να φυλάξει το φόρεμα στη ντουλάπα της. Το έβαλαν μέσα σ’ ένα ωραίο κουτί και για την παράσταση αγόρασαν καινούργιο, από κανονικό ύφασμα, χωρίς να χρειαστεί πια η μεσολάβηση της γιαγιάς.
Κάθε χρόνο η μαμά της Νίκης της αγόραζε κι από ένα καινούργιο φόρεμα χορού χωρίς αντιρρήσεις, γιατί η Νίκη είχε γίνει η καλύτερη μαθήτρια στο μπαλέτο κι όλοι έλεγαν ότι θα γινόταν διάσημη. Μεγάλωσε, τέλειωσε το Σχολείο, πήγε να σπουδάσει χορό και σε λίγα χρόνια είχε γίνει γνωστή σ’ όλον τον κόσμο. Ταξίδευε συνέχεια, έδινε παραστάσεις κι οι δημοσιογράφοι της έπαιρναν συνεντεύξεις.
–Πως αποφασίσατε να γίνετε μπαλαρίνα, τη ρωτούσαν.
–Με βοήθησε ένα μαγικό φόρεμα, έλεγε εκείνη, αλλά κανένας δεν καταλάβαινε τίποτα.
Μια φορά ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε:
–Τι εννοείτε ακριβώς;
Κι η Νίκη του είπε τι εννοούσε. Του είπε ολόκληρη την ιστορία με το φόρεμα.
–Δεν σας πιστεύω, είπε εκείνος.
–Ρωτείστε και τον αδερφό μου, είπε η Νίκη.
Ο δημοσιογράφος πήγε και ρώτησε και τον αδελφό της. Εκείνος είχε γίνει γιατρός, χειρούργος. Γιάτρευε τα τραύματα που γίνονταν σε τροχαία ή σε δυστυχήματα με όπλα.
–Το θυμάμαι εκείνο το φόρεμα, είπε στο δημοσιογράφο. Το είχε ράψει η μητέρα μας και γώ την παρακολουθούσα. Έγραφε πάνω ένα σωρό πράγματα, όπως πόσο σπουδαίο είναι να είσαι γιατρός των τραυμάτων και τέτοια. Εγώ έτσι διάλεξα επάγγελμα.
–Δεν σας πιστεύω, είπε ο δημοσιογράφος γουρλώνοντας τα μάτια του.
–Ρωτείστε και τη μητέρα μας, είπε ο γιατρός.
Ο δημοσιογράφος πήγε και στη μητέρα των παιδιών.
–Ανοησίες, είπε εκείνη, το ύφασμα απλώς έγραφε επάνω τις οδηγίες πώς να το ράψεις. Νομίζω ότι τώρα έχουν βγει τέτοια και στην αγορά.
–Μα που το είχατε βρει; ρώτησε ο δημοσιογράφος.
–Το είχε αγοράσει η γιαγιά τους. Να, εδώ από κάτω μένει και νομίζω το έχει φυλάξει εκείνη, γιατί δεν χωρούσε στα πράγματα της κόρης μου. Ρωτείστε αν θέλετε την ίδια.
Κι έτσι ο δημοσιογράφος έφτασε στη γιαγιά. Πήγε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της και περίμενε μια ώρα να του ανοίξει, γιατί η γιαγιά είχε γεράσει πολύ και αργούσε να πάει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ο δημοσιογράφος περίμενε ωστόσο. Ήταν πολύ πεισματάρης. Της είπε όλη την ιστορία και ζήτησε να δει το περίφημο φόρεμα.
–Ου, είναι καταχωνιασμένο στα πατάρια, είπε η γιαγιά. Δεν μπορώ τώρα να ψάχνω.
–Θα ψάξω εγώ, είπε εκείνος, που σκεφτόταν ότι θα έβγαζε λαβράκι για την εφημερίδα του μ’ αυτό το θέμα. Αν με αφήσετε, θα το ψάξω μόνος μου.
-Καλά παιδί μου, είπε η γιαγιά. Αφού επιμένεις, μπες μέσα και ψάξε.
Κι έψαξε. Ανέβηκε στη σκάλα και χώθηκε στη σκόνη του παταριού μέχρι το λαιμό, ώσπου ανακάλυψε το φόρεμα τυλιγμένο στο μεταξωτό χαρτί του, στο ίδιο κουτί που το είχαν βάλει χρόνια πριν, όταν η Νίκη χρειάστηκε να αγοράσει καινούργιο. Το κατέβασε προσεχτικά.
-Αυτό δεν είναι; ρώτησε καταχαρούμενος.
–Ωραία λοιπόν είπε η γιαγιά, το βρήκατε. Για κοιτάξτε λοιπόν, τι γράφει;
–Γράφει, πώς είναι αργά, είπε ο δημοσιογράφος και κοκκίνισε από ντροπή και… και… και... πως σας ενοχλώ και… και… και ... θέλετε να κοιμηθείτε και σας αναστάτωσα το σπίτι και να το σκουπίσω..
–Και τι άλλο;
–Και φεύγοντας να σας αγοράσω γάλα από τη γωνιακή Έβγα και μια φρατζόλα ολικής αλέσεως από το φούρνο...
–Ακριβώς είπε η γιαγιά, και χαμογέλασε ευχαριστημένη.
Κι ο δημοσιογράφος τα έκανε όλα έτσι όπως τα έγραφε το παλιό φορεματάκι. Σκούπισε, συμμάζεψε κι ύστερα πήγε για τα ψώνια της γιαγιάς, επειδή, όπως θυμάστε, το ύφασμα εκείνο ήταν πολύ πειστικό.