Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Εχει δράκους η Δράκεια;

Αυτή είναι η Δράκεια, από μακριά




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παππούς που έμενε σ' ένα ωραίο πέτρινο σπίτι, με παλιά ξύλινα έπιπλα και αυλή γεμάτη ζώα. Είχε στο στάβλο ένα άλογο κι ένα γάιδαρο, είχε μια κατσίκα κι ένα αρνί σε μια αποθηκούλα, είχε κότες στο κοτέτσι του και κουνέλια σ' ένα μικρό σπιτάκι κουνελιών, είχε και περιστέρια στον περιστεριώνα. Δεν είχε όμως τα εγγόνια κοντά του και στεναχωριότανε. Τα εγγόνια του μένανε στην Αθήνα, με το μπαμπά τους και τη μαμά τους, την κόρη του. Εκείνος δεν μπορούσε ν' αφήσει τα ζώα μόνα τους, να πάει να τα δει. Κι ο μπαμπάς κι η μαμά των παιδιών, όλο δούλευαν και δεν ευκαιρούσαν να πάνε στο χωριό με τα παιδιά τους. Ακόμα και στις διακοπές δεν τα έστελναν τα παιδιά εκεί. Τα έστελναν σε κατασκήνωση στην Πάρνηθα, τα έπαιρναν μαζί τους ταξίδια στα νησιά, αλλά δεν τα πήγαιναν στο χωριό του παππού. Το χωριό ήταν στο Πήλιο και είχε ένα παράξενο όνομα. Το έλεγαν Δράκεια.

—Γιατί το λένε Δράκεια, παππού το χωριό σου; ρωτούσαν τα παιδιά στο τηλέφωνο. Μήπως έχει δράκους;

—Όχι, όχι, καθόλου, έλεγε ο παππούς. Κανέναν δράκο δεν έχει! Το λένε Δράκεια επειδή μοιάζει με χούφτα! Τα παλιά χρόνια η χούφτα λεγόταν "δράκα".

—Και πως μοιάζει παππού με χούφτα το χωριό; Όσους έρχονται τους χουφτώνει; Δεν τους αφήνει να φύγουν;

—Όχι, όχι, τι ανοησίες είναι αυτές; Είναι σε μια πλαγιά του βουνού λίγα σπίτια, όπως τα βότσαλα σε μια ανοιχτή φούχτα!

—Δηλαδή το βουνό είναι ο δράκος και σε κρατάει στη χούφτα του παππού, γι' αυτό δεν έρχεσαι ποτέ να μας δεις;

—Θα με τρελάνετε! Δεν υπάρχουν ούτε δράκοι ούτε χούφτες! Έχω τα ζώα μου και δεν μπορώ να φύγω, να έρθω να σας δω. Αυτό είναι όλο! Πείτε στη μαμά σας να σας φέρει, να δείτε και μόνοι σας ότι δεν υπάρχουν δράκοι ούτε χούφτες!

—Τι ζώα έχεις παππού;

—Έχω τη γίδα την Μπεμπέ και το γάιδαρο το Μήτσο, έχω το άλογο το Ροδόλφο, έχω το αρνί, τα κουνέλια, τις κότες....

O γάιδαρος Μήτσος
—Πώς τα λένε τα κουνέλια;

—Τον πατέρα τον λένε Κούλη και τη μάνα Νέλλα και τα παιδιά δεν τα βαφτίζω γιατί κάνουνε πολλά και μπερδεύομαι.

—Αχ, παππού, να έρθουμε εμείς, να κάνουμε βαφτίσια στα κουνέλια;

—Άντε να έρθετε λοιπόν! Τα παιδιά λέγανε στο μπαμπά και στη μαμά τους:

—Θέλουμε να πάμε στον παππού μας, στο χωριό!

—Καλά, θα δούμε, έλεγαν ο μπαμπάς κι η μαμά.

Αλλά ο καιρός περνούσε και δεν πήγαιναν στο χωριό.

—Στείλε μας μια ζωγραφιά του Μήτσου και του Ροδόλφου, να δούμε πως είναι, λέγανε τα παιδιά στον παππού τους, στο τηλέφωνο. Τι να κάνει ο παππούς; Καθόταν και ζωγράφιζε όπως -όπως το Ροδόλφο και το Μήτσο και τους έστελνε στα εγγόνια του. Ύστερα του ζητούσαν να ζωγραφίσει όλα τα ζώα ένα -να. Στο τέλος του είπαν:

—Στείλε μας τώρα και το δράκο!

—Είπαμε, δεν έχει δράκο, θύμωσε ο παππούς.

—Τότε γιατί δεν μας φέρνουν ποτέ εκεί ο μπαμπάς κι η μαμά; Ο παππούς στεναχωριότανε μ' αυτές τις ιδέες. Έπαιρνε την κόρη του στο τηλέφωνο, τη μαμά των παιδιών.

—Πότε θα φέρεις τα εγγόνια μου να τα δω λιγάκι;

—Μόλις αδειάσουμε λιγάκι από τη δουλειά! Πνιγόμαστε στη δουλειά αυτό τον καιρό!

—Μα και τα παιδιά θα πνιγούν από τις ιδέες στο μεταξύ! Το ξέρεις πως νομίζουν ότι το χωριό έχει δράκους;

—Μα είναι όνομα κι αυτό που έχει το χωριό μας, καλέ πατέρα;

Ο παππούς κατάλαβε ότι η κόρη του ντρεπότανε για το χωριό της και δεν είχε σκοπό να ανεβάσει τα παιδιά. Απελπισία τον έπιασε. Να έχει εγγόνια και να μην τα βλέπει ποτέ! Αποφάσισε να κατέβει εκείνος στην Αθήνα. Και τα ζώα; Θα τα έπαιρνε μαζί του! Τα παιδιά θα ήθελαν πολύ να τα δουν από κοντά!

Έβαλε λοιπόν τα κουνέλια σ' ένα κλουβί, τα περιστέρια και τις κότες σε ένα άλλο, τα στερέωσε και τα δύο στο γάιδαρο, έδεσε από πίσω τη γίδα και την αρνάδα, ανέβηκε κι ό ίδιος στο άλογο και ξεκινήσανε. Πολύ αργά πηγαίνανε βέβαια, αλλά προχωρούσαν. Και στο δρόμο όσοι τους έβλεπαν, ρωτούσαν και μάθαιναν την ιστορία.

Ρώτησε κι ένας μαθητής της Έκτης Δημοτικού κι έμαθε και μόλις έφτασε στο Βόλο, στο Σχολειό του, το είπε στο δάσκαλο του. Κι εκείνος ενθουσιάστηκε.

—Τι θαυμάσιο πράγμα, είπε, πρέπει να περιμένουμε αυτόν τον παππού στην είσοδο της πόλης, να τον καλωσορίσουμε! Τα παιδιά του Σχολείου άλλο που δεν ήθελαν! Βγήκαν όλοι έξω, στο δρόμο και μόλις είδαν από μακριά τον παππού με τα ζώα, τους περιτριγύρισαν κι άρχισαν να τα χαϊδεύουν και να τα ταΐζουν. Βρέθηκε αμέσως μέρος για να φιλοξενηθούν όλα και μόλις ξεκουράστηκαν λιγάκι, ο παππούς τούς έδειξε πώς πετούσαν τα ταχυδρομικά περιστέρια, γύρω -γύρω, ακολουθώντας τις κινήσεις ενός ραβδιού.

—Μείνετε άλλη μια μέρα κοντά μας, παρακάλεσε ο δάσκαλος.

—Βιάζομαι να φτάσω στα εγγόνια μου! είπε ο παππούς.

Την άλλη μέρα ξεκίνησε πρωί -πρωί. Ο δάσκαλος ειδοποίησε κι άλλους δασκάλους και όπου φτάνανε βρίσκανε θερμή φιλοξενία. Πήρε είδηση κι η τηλεόραση την υπόθεση και πήγαν και γυρίσανε σκηνές του ταξιδιού. Το βράδυ, την ώρα που τα εγγόνια του παππού έβλεπαν τις ειδήσεις μαζί με το μπαμπά τους και τη μαμά τους, είδαν ξαφνικά τον παππού με όλα του τα ζώα, να λέει ότι έρχεται στην Αθήνα να τους βρει!

—Ζήτω! φώναξαν τα παιδιά από τη χαρά τους κι άρχισαν να χοροπηδούν στο χαλί.

Μέχρι να φτάσει στην Αθήνα ο παππούς και τα ζώα του, είχαν γίνει διάσημοι. Όπου πήγαιναν τους υποδέχονταν με γιορτές και πανηγύρια και τους έκαναν τόσα πολλά δώρα που ο Μήτσος δεν μπορούσε πια να τα σηκώσει κι αναγκάστηκαν να πάρουν και δεύτερο γαϊδούρι κι ύστερα τρίτο. Μια ολόκληρη συνοδεία έφτασε στην Αθήνα μετά από κάμποσες μέρες.

Ο δήμαρχος της Αθήνας δεν μπορούσε να κάνει λιγότερα από όσα είχαν κάνει όλοι οι άλλοι. Υποδέχτηκε τα ζώα στο Πεδίον του Άρεως και προσέλαβε ειδικό προσωπικό να τα περιποιείται όσο καιρό θα έμεναν εκεί. Τα παιδιά της Κυψέλης και των Εξαρχείων έτρεχαν όλη μέρα να τα δουν από κοντά και τα εγγόνια του παππού καμάρωναν τρομερά. Ο μπαμπάς τους κι η μαμά τους δεν ντρέπονταν πια για το χωριό τους, που το λέγανε Δράκεια, ήταν μάλιστα πολύ περήφανοι, γιατί όλη η Ελλάδα είχε μάθει τη Δράκεια και τον καταπληκτικό παππού της.

Μια βδομάδα έμεινε ο παππούς στην Αθήνα κι ύστερα άρχιζαν οι σχολικές διακοπές και πήρε τα εγγόνια του μαζί του, στο χωριό να τις περάσουν. Ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος τους πρόσφερε ειδικό βαγόνι για το ταξίδι τους, να είναι άνετα τα ζώα, να μη στριμωχτούν. Πέρασαν θαυμάσια, αλλά χάρηκαν πολύ όταν έφτασαν ξανά στο σπίτι. Και τα παιδιά ενθουσιάστηκαν με το χωριό, τη Δράκεια. Τι κεράσια έκοβαν από τα δέντρα, τι βόλτες έκαναν στο βουνό, τι νερό πίνανε στα ποταμάκια, τι βανίλιες υποβρύχιες έφαγαν στο καφενείο!


Ήταν όμορφη τελικά η Δράκεια και δεν είχε δράκους, μόνο σκύλους

—Κάθε χρόνο εδώ θα ερχόμαστε, είπαν στον παππού μια μέρα. Δεν έχει καθόλου δράκους τελικά!

—Δεν ξέρω είπε ο παππούς. Δεν είμαι σίγουρος γι' αυτό.. βλέπετε εκείνον εκεί το βράχο εκεί πάνω, στην κορφή του βουνού; Ίσως έχει απομείνει κανένας κρυμμένος εκεί μέσα! Πρέπει να πάμε μια μέρα να κοιτάξουμε...