Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Βαθιά στον κόσμο του καναπέ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι που το λέγανε Ευθύμη και του άρεσε πολύ ο καναπές. Τη μισή μέρα την περνούσε ανάποδα πάνω στα μαξιλάρια του καναπέ. Στεκόταν δηλαδή με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά κι έβλεπε όλα τα πράγματα στο δωμάτιο ανάποδα. Και φαίνονταν κι απο το μπαλκόνι ανάποδα οι γλάστρες και τα λουλούδια, οι πολυκατοικίες απέναντι, τα παράθυρα του κι οι ταράτσες τους... Όλα ανάποδα. Οταν κουραζόταν να στέκεται έτσι, ο Ευθύμης έφερνε τα μικρούτσικα ανθρωπάκια του Playmobil και τα έχωνε βαθειά στα μαξιλάρια του καναπέ, ώσπου χάνονταν.


Κάθε Τρίτη ερχόταν στο σπίτι τους η Ρούλα και συγύριζε. Σήκωνε τα μαξιλάρια του καναπέ κι έβγαζε απο κάτω δεκάδες ανθρωπάκια του Ευ-θύμη. Του τα έβαζε σ' ένα κουτί στο δωμάτιο του κι εκείνος άρχιζε ξανά την άλλη μέρα να τα χώνει στον καναπέ.

—Μα τι νομίζεις ότι έχει εκεί μέσα και χώνεις τα ανθρωπάκια σου; τον ρώτησε μια μέρα η Ρούλα.

—Εχει ένα λούνα– πάρκ, είπε ο Ευθύμης.

—Το έχεις δεί ποτέ;

—Το βλέπω λιγάκι απο τη χαραμάδα, όταν στέκομαι ανάποδα! είπε ο Ευθύμης.

—Και θέλεις να γίνεις μικρός, να χωθείς μέσα; είπε η Ρούλα.

—Το θέλω πολύ, είπε ο Ευθύμης.

Εκείνο το βράδυ ο Ευθύμης έπιασε κουβέντα με τα ανθρωπάκια του. Τους είπε το μεγάλο του σχέδιο, ή μάλλον το μικρό του σχέδιο και κείνα υποσχέθηκαν να βρούν ένα τρόπο να τον κάνουν μικρό,ώστε να πάει έστω και για λίγο στο λούνα πάρκ τους. Την άλλη μέρα τα έχωσε όλα, χωρίς εξαίρεση στον καναπέ κι έμεινε χωρίς κανένα ανθρωπάκι, ώσπου ήρθε η Ρούλα να τα βγάλει.

—Λοιπόν, μάθατε τίποτα, τα ρώτησε μόλις τα ξαναβρήκε στο κουτί τους.

Και κείνα του ψιθύρισαν το μυστικό.

Πέρασε ένα ολόκληρο πρωί, χωρίς να σταθεί ανάποδα στον καναπέ ο Ευθύμης και χωρίς να χώσει ούτε ένα ανθρωπάκι. Το μεσημέρι όμως, όταν πήγαν οι μεγάλοι για ύπνο, πλησίασε σιγά σιγά με το κουτί, έβαλε όλα τα ανθρωπάκια στα μαξιλάρια, ύστερα γύρισε ανάποδα, είπε τη μαγική φράση και χώθηκε κι αυτός μέσα, αφού έγινε πρώτα μικρούλης.

Είχε εκεί ένα καταπληκτικό λούνα πάρκ. Κούνιες που σ' ανέβαζαν ψηλά και ρόδες που γύριζαν γύρω γύρω, κι έβλεπες τον κόσμο ανάποδα, όπως τον έβλεπε ο Ευθύμης από τον καναπέ. Είχε συγκρουόμενα αυτοκινητάκια και ρώσικα βουνά, μπαλλαρίνες που σε ανέβαζαν στη φούστα τους και στριφογύριζες, κάστρα του τρόμου με φαντάσματα από μαλλί της γριάς που μπορούσες να τα δαγκώνεις. Και τι δεν είχε εκεί μέσα. Ο Ευθύμης τριγύρισε παντού ώσπου ζαλίστηκε, και τέλος πήγε στη σκοποβολή, όπου πέτυχε την καλύτερη βαθμολογία.

—Είσαι καταπληκτικός, του είπαν όλοι. Μπορείς να διαλέξεις ότι θέ-λεις για δώρο.

—Θα ήθελα τον εαυτό μου σε παιχνίδι, είπε ο Ευθύμης.

Και του τον έδωσαν! Ενα παιχνίδι σαν τον Ευθύμη, που γελούσε, μιλούσε, έλεγε ιστορίες και καθόταν ανάποδα στον καναπέ! Ο Ευθύμης τον πήρε και βγήκε έξω απο το λούνα πάρκ και μόλις ξαναβρήκε το κανονικό του μέγεθος, τον κράτησε στην αγκαλιά του όλο χαρά.

—Δεν θα σε χάσω ποτέ του είπε, ούτε θα σε αποχωριστώ!

Από τότε σταμάτησε να στέκεται στον καναπέ ανάποδα και να χώνει παιχνίδια μέσα.

—Πολύ άλλαξε αυτό το παιδί, είπε η Ρούλα, που δεν έβρισκε πια ανθρωπάκια κάτω απο τα μαξιλάρια του καναπέ.

Ο Ευθύμης περνούσε τώρα καλύτερα. Έπαιζε με τον εαυτό του. Δεν άφηνε κανέναν άλλον να πιάσει στα χέρια του το αγαπημένο του παιχνίδι. Μέχρι που η μαμά του έκανε ένα αδερφάκι.

—Τώρα, είπε ο Ευθύμης στο παιχνίδι του, θα σε χαρίσω στο αδερφάκι μου. Είχα τόσο πολύ ζητήσει απο τη μαμά ένα αδερφάκι και τώρα που ήρθε θα του κάνω το καλύτερο δώρο!

Ετσι ο Ευθύμης χάρισε εκείνο το περίφημο παιχνίδι. Ηταν τόσο ευτυχισμένος με το αδερφάκι του, ώστε ήθελε να του χαρίσει και όλα τα ανθρωπάκια, αλλά η μαμά του είπε να περιμένει λίγο, να μεγαλώσει το μωρό, γιά να μην καταπιεί κανένα.

Ετσι κι έγινε. Ο Ευθύμης περίμενε και καμιά φορά τον τάιζε κιόλας για να βοηθήσει στο μεγάλωμα. Ο αδερφός του λοιπόν μεγάλωσε γρήγορα και κάνανε καταπληκτική παρέα.

—Σπουδαία παιδιά είστε σείς, έλεγε η Ρούλα, που δεν έψαχνε καθόλου πιά κάτω απο τα μαξιλάρια του καναπέ για παιχνίδια.

Αν όμως ψάξει καμιά φορά, μπορεί να βρεί ξεχασμένο ανάμεσα στα μαξιλάρια ένα μικρό παιχνιδάκι που ήταν κάποτε το αγαπημένο του Ευθύμη και του έμοιαζε, αλλά τώρα πια δεν του μοιάζει καθόλου.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Το περιεργο παπί

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ο Εθνικός Κήπος της Αθήνας είχε ακόμα λιοντάρια και λύκους κι αλεπούδες στα στενά κλουβιά του, ζούσε στη λιμνούλα με το γεφυράκι που βρίσκεται εκεί δίπλα ένα παράξενο παπάκι που το λέγανε Πίπη. Ο Πίπης δεν ήθελε να μένει με τα άλλα παπιά στη λίμνη και να κολυμπά ανάμεσα στα ποπ κόρν και τα κομμένα κουλούρια που τους πετούσαν τα παιδιά για να τρώνε. Ηθελε να γνωρίσει τον κόσμο. Κάθε τόσο τόσκαγε απο το σπιτάκι και τριγύρναγε γύρω γύρω στην περιοχή, ώσπου ανακάλυψε τα κλουβιά με τ' αλλα ζώα. Και μόλις κατάλαβε ότι υπήρχε κι ένα λιοντάρι κλεισμένο εκεί, ήθελε να γνωρίσει το λιοντάρι.

—Γιατί μαμά το λιοντάρι είναι κλεισμένο σε κλουβί, ενώ εμείς γυρνάμε ελεύθερα; ρωτούσε.

—Να μην ασχολείσαι με λιοντάρια, του έλεγε η μαμά του συγχισμένη. Είναι άγρια κι επικίνδυνα. Γι αυτό τα κλείνουν σε κλουβιά.

—Και που τα βρίσκουν και τα πιάνουν;

—Τα φέρνουν απο μακριά.

—Και τι τα θέλουν, αφού είναι άγρια;

—Για να τα βλέπουν! Στους ανθρώπους αρέσει η αγριάδα!

—Γιατί δεν την αφήνουν ελεύθερη τότε!

—Τους αρέσει για να φτιάχνουν ιστορίες μόνο. Αν άφηναν ελεύθερο το λιοντάρι, θα τους έτρωγε! Είναι δυνατότερο απο αυτούς!

—Πές μου μαμά καμιά ιστορία με λιοντάρι!

Για να ησυχάσει, η μαμά του τού έλεγε ιστορίες με λιοντάρια. Του είπε τον Ανδροκλή και το λιοντάρι, τον λέοντα της Νεμέας, το Βασιληά των λιονταριών και για λίγες μέρες το παπί κάθησε ήσυχα στη λίμνη και τις σκεφτόταν. Υστερα όμως ξανάρχισε τις βόλτες προς τα κλουβιά.

—Γιατί κόβεις βόλτες γύρω γύρω; ρώτησε τον λύκο.

—Γιατί έχω τα νεύρα μου, είπε ο κείνος μ' έναν γρυλισμό. Παράτε με ήσυχο!

—Γιατί στέκεσαι ακίνητη στον ήλιο; ρώτησε παραδίπλα την αλεπού.

—Και τι άλλο να κάνω; είπε εκείνη απελπισμένη.

Τελικά πλησίασε και στο κλουβί του λιονταριού που περπατούσε αργά αργά, όσο πιο αργά μπορούσε, απο τη μία άκρη του κλουβιού στην άλλη
-Καλημέρα βασιληά! του είπε.
—Μη με κοροϊδεύεις μικρέ, είπε το λιοντάρι, χωρίς να σταματήσει τις βόλτες του.
—Ξέρω ότι θα ήσουν βασιληάς κανονικά είπε με σεβασμό το παπί.
—Εγώ δεν ξέρω τίποτα, είπε άκεφα το λιοντάρι, εκτός απο το ότι αν ήμουν ελευθερο δεν θα καταδεχόμουνα ούτε να σ' αρπάξω, έτσι μικρό που είσαι!
—Εχεις δίκηο! Σε καμιά ιστορία δεν άκουσα λιοντάρια να κυνηγάνε παπιά!
—Και τι ιστορίες έχεις ακούσει εσύ παρακαλώ;
—Εχω ακούσει τρείς ιστορίες για λιοντάρια, είπε το παπί.
Και το λιοντάρι δεν ήξερε καμία απο τις τρείς!
—Δε μου λες και μένα τη μία, να περάσει η ώρα, είπε στο παπί.

—Δεν τις καλοθυμάμαι, αλλά θα πω στη μαμά μου να μου ξαναπεί τη μία απ'αυτές και θα έρθω αύριο το πρωί να σου τη διηγηθώ!

Έτσι το παπί γύρισε πίσω και πέρασε την ημέρα του μαθαίνοντας καλά την ιστορία: "Ο Ανδροκλής και το λιοντάρι". Την επόμενη μέρα πήγε πρωί πρωί και την είπε στο λιοντάρι.

—Πολύ μου άρεσε η ιστορία σου, είπε το λιοντάρι στο τέλος. Να έρθεις και αύριο να μου πείς την άλλη.

Ετσι το παπί διηγήθηκε στο λιοντάρι και τις άλλες δύο ιστορίες που ήξερε και μετά κι άλλες κι άλλες, ώσπου τέλειωσαν όλες οι ιστορίες με λιοντάρια που ήξερε η μαμά του και άρχισε να ρωτάει και τις άλλες πάπιες της λίμνης, μήπως ήξεραν και κείνες καμία. Κι όταν τέλειωσαν κι αυτές, άρχισε να του λέει ιστορίες με άλλα ζώα.
Το έμαθαν η αλεπού κι ο λύκος και ζήτησαν απο το παπί να διηγείται και σ' αυτούς τις ιστορίες του. Κάθε μέρα το παπί ήταν απασχολημένο μ' αυτή την υπόθεση και σιγά σιγά, μαθαίνοντας και λέγοντας ιστορίες, πέρασε ο καιρός και μεγάλωσε κι έγινε πάπια σωστή.
Το λιοντάρι όμως μέρα με τη μέρα μαράζωνε.

— Όλες οι ιστορίες σου, του είπε μια μέρα το λιοντάρι, δεν αξίζουν μια ωραία βόλτα στο δάσος. Τώρα που μεγάλωσες κι έγινες παπί κανονικό, τώρα που δεν χρειάζεται να επιστρέφεις νωρίς τα βράδυα στη μαμά σου, πρέπει να ψάξεις να βρείς ένα τρόπο να μ' ελευθερώσεις. Οι φύλακες κάπου θα κρύβουν τα κλειδιά. Βρέστα κι άνοιξε μου το κλουβί. Θα πεθάνω αν δεν βγώ έξω απο δώ. Δεν αντέχω πιά!

Φαινόταν καθαρά ότι δεν άντεχε πιά. Περνούσε όλη τη μέρα ξαπλωμένο στην ίδια θέση κι ούτε που άγγιζε το φαί του. Το παπί κατάλαβε ότι αν δεν έκανε κάτι γρήγορα, θα τον έχανε το φίλο του. Πήγε κοντά στο φύλακα, την ώρα που καθόταν και ξεκουραζόταν και του πήρε τα κλειδιά απο την τσέπη. Τη νύχτα, όταν όλοι είχαν φύγει, άνοιξε επιδέξια την πόρτα του κλουβιού και το λιοντάρι βγήκε έξω.

—Νομίζω ότι έχω ξεχάσει να περπατάω, είπε καθώς έκανε τα πρώτα βήματα προς την ελευθερία.

Όμως σε λίγο έτρεχε γύρω γύρω σ' όλα τα δρομάκια του Κήπου, γρυλίζοντας απο χαρά. Τον πήραν είδηση οι γάτες που ξαγρυπνούσαν, τα παγώνια που κοιμόνταν και οι πάπιες, τα μικρά πουλιά, τα αδέσποτα σκυλιά, όλα τα ζώα που βρίσκονταν εκείνη την ώρα μέσα στον Κήπο και άρχισαν να φωνάζουν το ένα στ' άλλο:

—Το λιοντάρι ελευθερώθηκε! Προσέξτε καλά!

Κι όσο κι αν φοβόντουσαν, μαζεύτηκαν όλοι να δούν και ν' ακούσουν το φρενιασμένο τρεχαλητό του βασιληά της ζούγκλας, μέσα στα δέντρα του Εθνικού Κήπου. Το είδαν να πέφτει ανάσκελα στ' αγκάθια και να τρίβει τη γούνα του, να σκαρφαλώνει στα πέτρινα τοιχάκια, να ορμάει σ' όποια λιμνούλα έβρισκε μπροστά του, το άκουσαν να καλεί μέσα στη νύχτα τους μακρυνούς συντρόφους του. Αλλά καμιά απάντηση δεν πήρε απο την κοιμισμένη πολιτεία των ανθρώπων και το πρωί βρέθηκε ξανά ξαπλωμένο στην πόρτα του κλουβιού, με το παπί κοντά του, να το παρηγορεί όπως μπορούσε.

—Πέρασα μια ωραία νύχτα του είπε, αλλά θα ήθελα να γυρίσω πίσω στη ζούγκλα για να γίνω στ' αλήθεια ευτυχισμένο.

Για πολύν καιρό τα ζώα της Αθήνας θυμόντουσαν εκείνη τη νύχτα του λιονταριού και είχαν να τη λένε. Οι άνθρωποι πάντως, καλού κακού, αποφάσισαν να του βρούν μια καλύτερη διαμονή.

—Ακουσα ότι θα φύγετε απο δώ, είπε μια μέρα το παπί στο λιοντάρι. Θα σας στείλουν σε ένα μέρος πολύ μακριά, που μοιάζει με ζούγκλα και θα μπορείτε να είστε σχεδόν ελεύθεροι. Χαίρομαι για σένα, αλλά θα μου λείψεις!

—Και μένα, είπε το λιοντάρι. Αλλά θα θυμάμαι τις ιστορίες σου!

Παρόλο που το λιοντάρι ζούσε χρόνια στο κλουβί και ήταν χορτάτο και βαρύ, οι άνθρωποι φοβόνταν και το μετέφεραν με καλά ασφαλισμένα κλουβιά στο αεροπλάνο που το πήγε σε μια μακρινή χώρα, σε κάτι δάση ίδια με ζούγκλα, όπου θα ζούσε σχεδόν ελεύθερο. Την επόμενη μέρα πήραν και την αλεπού και το λύκο. Τους άφησαν κι αυτούς στα βουνά της Ελλάδας. Η αιχμαλωσία τους τέλειωσε. Ο Πίπης ίσα που πρόλαβε να τους χαιρετίσει.

—Αν ποτέ ανέβεις στην Πίνδο, θα ειδοποιήσουμε όλα τα θηρία να μη σε πειράξουν, του είπαν φεύγοντας.

Ο Πίπης ευχαριστήθηκε πολύ μ' αυτή την υπόσχεση.

Τα κλουβιά έμειναν άδεια. Άνοιξαν τις ενδιάμεσες πόρτες για να μπορούν να κυκλοφορούν μέσα τα παγώνια και τα κοκόρια, ο γερο γλάρος και τα κατσίκια που απέμειναν, για να μην στεναχωριούνται τα παιδιά που έρχονταν επίσκεψη στον Κήπο για να δούν κανένα τετράποδο. Σε λίγο καιρό όλοι είχαν ξεχάσει ότι κάποτε ο Εθνικός Κήπος είχε θηρία στα κλουβιά. Όλοι εκτός απο τον Πίπη. Αφού όμως δεν νοιαζόταν κανένας άλλος ν' ακούσει ιστορίες με λιοντάρια, τις έλεγε καμιά φορά στα παιδιά που τον τάιζαν ή στους γέρους που λιάζονταν καθισμένοι στις πράσινες καρέκλες.

—Την ξέρω αυτή την ιστορία, του έλεγαν οι γέροι. Να σου πώ κι άλλη μία;
Κι έτσι ο Πίπης όλο ακούει και καινούργιες ιστορίες. Δεν θέλει πια να φύγει να πάει μακριά. Ο Κήπος του φαίνεται το καλύτερο μέρος για ιστορίες.
Και το λιοντάρι τι απέγινε; Εκεί στη τεχνητή ζούγκλα που το πήγανε μάζευε τα βράδυα τ' άλλα λιοντάρια γύρω του και τους διηγόταν τις ιστορίες του Πίπη. Μόνο που τις μπέρδευε λιγάκι και με τον καιρό τις άλλαζε και γίνανε σιγά σιγά καινούργιες ιστορίες που δεν τις ξέρει ακόμα άνθρωπος κανείς. Το ίδιο έκαναν και η αλεπου κι ο λύκος στα βουνά της Πίνδου.

Οποιος μπορέσει κάποτε ν' ακούσει τις ιστορίες των ζώων, δεν θ' αναγνωρίσει τίποτα απο ότι θυμάται απ' αυτές.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

H ερωτευμένη κάμερα

Μια φορά ήταν μια κάμερα κρεμασμένη σε μια κολώνα στην Ομόνοια. Επρεπε μέρα νύχτα να κοιτάζει στο πεζοδρόμιο τους ανθρώπους που περνούσαν. Σε μια μεγάλη αίθουσα στα γραφεία των Τροχαίων, οι τροχο-νόμοι κοίταζαν έναν ολόκληρο τοίχο γεμάτο με τηλεοράσεις και βεβαιώ-νονταν ότι όλα πανε καλά στούς δρόμους της Αθήνας. Οι κάμερες συνέ-χεια, μέρα νύχτα έδειχναν τον κόσμο να περπατάει κι αν ποτέ γινόταν κανένα δυστύχημα, οι τροχαίοι το βλέπανε στις τηλεοράσεις και τρέχανε με τις μοτοσυκλέττες τους να βοηθήσουν τους χτυπημένους.

Τα πεζοδρόμια της Ομόνοιας ήταν πάντα γεμάτα ανθρώπους. Πάντα πλήθη περπατούσαν εκεί, βιαστικοί , σοβαροί, χιλιάδες άνθρωποι διάβαιναν κάθε μέρα, ασταμάτητα. Οι περισσότεροι φαίνονταν στην κάμερα κακόκεφοι και κουρασμένοι. Της φαινόταν ότι φορούσαν πολύ σκούρα ρούχα, ότι είχαν πολύ πιεσμένα χείλη. Αν την ρωτούσαν την κάμερα, θα τους έλεγε ότι τους βρίσκει χλωμούς και απεριποίητους, θα τους συμβούλευε να βάζουν πιο χαρούμενα ρούχα και να χαμογελάνε και λιγάκι. Ηταν μια κάμερα που είχε ονειρευτεί να γυρίζει σκηνές για τον κινηματογράφο, να αντικρύζει ωραίες ηθοποιούς και να ευφραίνεται και νάτηνα που βρέθηκε στην Ομόνοια, προσηλωμένη μέρα νύχτα στο στριμωγμένο πλήθος. Είχε αρχίσει να παθαίνει κατάθλιψη.

Μια μέρα η κάμερα είδε ένα πρόσωπο τελείως διαφορετικό απο αυτά που είχε συνηθίσει. Ηταν μια νέα κοπέλλα, πολύ λεπτή, πολύ όμορφη, που είχε μεν χλωμό πρόσωπο και φορούσε μια μαύρη μπλούζα, αλλά ήταν τόσο φωτεινή η χλωμάδα της, τόσο τρυφερός ο λαιμός της, τόσο κόκκινα τα χείλη της,που η κάμερα κόντεψε να τυφλωθεί. Την επόμενη στιγμή είχε ξεκολλήσει απο την κολώνα και ακολουθούσε την κοπέλλα στην Πατησίων. Την έβλεπε που περνούσε με χορευτικό βήμα τις διαβάσεις, στεκόταν απο πισω της όταν εκείνη σταματούσε σε καμιά βιτρίνα και στη στάση του Πολυτεχνείου, μπήκε μαζί της στο τρόλλεϋ για τα Πατήσια.

—Δική σας είναι η κάμερα; ρώτησε ο ελεγκτής την κοπέλλα. Πρέπει να της βγάλετε εισιτήριο!

—Δεν έχω ιδέα, είπε εκείνη.

—Μα είναι προσηλωμένη πάνω σας, είπε ο ελεγκτής.

Η κάμερα τρομοκρατημένη βγήκε στην πρώτη στάση απο το παράθυρο. Ακολούθησε το τρόλλεϋ ώσπου είδε την κοπέλλα να κατεβαίνει κι ύστερα την πήρε πάλι απο πίσω , ώσπου την είδε να μπαίνει σ΄ενα σπίτι. Η πόρτα έκλεισε κι η κάμερα έμεινε να βλέπει τα ντουβάρια. Πως θα μπορούσε να μπεί μέσα; Εψαξε να βρεί κανένα παράθυρο. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία, με ψηλούς ορόφους κι η κάμερα δυσκολεύτηκε να ανεβεί στο μπαλκόνι και να βρεί μια γωνιά τραβηγμένης κουρτίνας να κοιτάξει μέσα.

—Ωραίο σπίτι, είπε ο τροχαίος που κοιτούσε την εικόνα στην αίθουσα με τις τηλεοράσεις.

—Μα τι δουλειά έχει αυτή η κάμερα να δείχνει αυτό το σπίτι; ρώτησε ο συνάδελφος του. Αυτή ήταν στην Ομόνοια κι έδειχνε τους πεζούς στο πεζοδρόμιο!

—Θα απηύδησε φαίνεται να τους βλέπει και πήρε τους δρόμους,είπε ο πρώτος.

—Πρέπει να πας να τη φέρεις πίσω, είπε ο άλλος.

—Ας δούμε πρώτα τι κοιτάζει!

Ο τροχονόμος εκείνος έμεινε στην αίθουσα να παρακολουθεί την κάμερα. Είδε πρώτα την κουρτίνα του παράθυρου, ύστερα είδε την κοπέλλα που πλησίασε και κοίταξε παραξενεμένη. Άπλωσε το χέρι η κοπέλλα, τράβηξε την κουρτίνα και σταμάτησαν, η κάμερα και ο τροχονόμος , να την βλέπουν. Εν συνεχεία η κάμερα έμεινε εκεί, περιμενοντας μήπως και ξανατραβηχτεί η κουρτίνα.

—Τι παράξενο, σκέφτηκε ο τροχονόμος.

Κι αφού η Ομόνοια είχε μείνει χωρίς κάμερα, πήγε εκείνος την άλλη μέρα εκεί, να προσέχει τον κόσμο. Κατά το μεσημεράκι, νάσου και η κάμερα. Πήγαινε απο πίσω απο την όμορφη κοπέλλα και ούτε που του έδωσε σημασία.

—Που πάει αυτή η παλαβή; σκέφτηκε ο τροχονόμος και τις ακολούθησε κι εκείνος.

Η κοπέλλα πήγαινε στην Πλάκα. Πέρασαν την Αιόλου, όπου στάθηκαν και οι τρείς και χάζεψαν σ΄ολα τα καρροτσάκια, έφτασαν στο Μοναστηράκι, κι ανηφόρισαν την Αδριανού. Είχε ήλιο κι οι τουρίστες ήταν πολύ κεφάτοι. Ο κόσμος χαμογελούσε τυφλωμένος απο το φώς. Η κοπέλλα στάθηκε να αγοράσει ξηρούς καρπούς.

—Να σας κεράσω εγώ; είπε ο τροχονόμος.

—Μα τι συμβαίνει, γιατί με ακολουθείτε; τον ρώτησε εκείνη. Και τι είναι αυτή η κάμερα;

—Είναι μια κάμερα της τροχαίας, είπε ο τροχονόμος. Φαίνεται ότι σας ερωτεύτηκε καθώς περνούσατε απο την Ομόνοια. Η θέση της είναι στην Ομόνοια ξέρετε, αλλά την έχει εγκαταλείψει και σας ακολουθεί!

—Τι αστείο! είπε η κοπέλλα. Και τώρα τι θα γίνει;

—Θα σας κεράσω φυστίκια, αν θέλετε, είπε ο τροχονόμος. Η κοπέλλα ήθελε και έφαγαν φυστίκια και οι δύο. Τα φυστίκια τους έφεραν δίψα και κάθησαν να πιούν μια πορτοκαλάδα. Η κάμερα απο πίσω.

—Τι κάνουν αυτοί εκεί; αναρωτιόντουσαν στην Τροχαία.


Αυτοί εκεί αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν,αυτό έκαναν. Μόνο που ο τροχονόμος έχασε τη θέση του στην Τροχαία. Ε, δεν πειράζει, έγινε σκηνοθέτης. Γύριζε ταινίες με τη γυναίκα του πρωταγωνίστρια κι η κάμερα ήταν η πιό ευτυχισμένη από όλους, αφού μπορούσε να την κοιτάζει συνεχώς!




Εικονογράφηση τηςΝτανιέλας Σταματιάδη απο το βιβλίο "Παραμύθια για τα παιδιά της Αθήνας" στον Πατάκη